Τζένη Βάνου, η πιο μελωδική και συναισθηματική φωνή

Τζένη Βάνου, η πιο μελωδική και συναισθηματική φωνή

Στις 5 Φεβρουαρίου του 2014 έφυγε από κοντά μας ίσως η ωραιότερη ελληνίδα τραγουδίστρια. Το αηδόνι που άκουγε στο όνομα Τζένη Βάνου στα 75 της χρόνια λαβωμένη από την ανίατη αρρώστια μας άφησε χρόνους.

Ξεκινώντας δειλά-δειλά, κοριτσάκι, κατάφερε να φθάσει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της επιτυχίας, κυρίως ως ερωτική τραγουδίστρια. Πάντα σεμνή και ευαίσθητη, με σπουδαία φωνή που θαύμασαν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ακόμη και η διεθνώς καταξιωμένη Νάνα Μούσχουρη. Η Τζένη Βάνου έβαλε την ανεξίτηλη σφραγίδα της με τα τραγούδια που ”άφησαν εποχή”. και τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα όπως: ”Αν είναι η αγάπη αμαρτία”, ”Χίλιες βραδιές”, ”Σ΄αγαπώ”, ”Αν σ΄αρνηθώ”,  ”Η σκλάβα σου”, ”Θέλω κοντά σου να μείνω”, ”Αγόρι μου”. κά.

Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής της τα πέρασε δύσκολα καθότι είχε χάσει τη φωνή της και δεν ήταν σε θέση να εργαστεί ενώ οι αρρώστιες την βασάνιζαν αλύπητα.

Στην κηδεία της στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης παραβρέθηκαν χιλιάδες θαυμαστές και φίλοι της, σερβιτόροι, καταστηματάρχες, μουσικοί, αλλά από συναδέλφους της, ελαχιστότατοι! Από τα μεγάλα ονόματα ουδείς. Απ’ ότι θυμάμαι μόνο η Ελευθερία Αρβανιτάκη παραβρέθηκε, κανένας άλλος επώνυμος. Και ο λόγος ήταν ένας: Η Τζένη Βάνου δεν ανήκε στο παρεάκι των ”Δημοκρατών του Κώλου” οι οποίοι φοβούμενοι εν όψει του ερχομού του ΣΥΡΙΖΑ μην χρωματιστούν και χάσουν τις απολαβές τους απείχαν. Είναι γεγονός ότι Τζένη Βάνου δηλώνε  οπαδός της Νέας Δημοκρατίας, δεν ήταν του τάχα κεντροαριστερού χώρου.

Δουλέψαμε στο ίδιο μαγαζί πολλές φορές και δεν θα ξεχάσω την ευγένεια την καλωσύνη, την μεγαλοπρέπεια και την δικαιοσύνη της ποτέ. Μαζί μας πάντοτε ο μαέστρος της Γιώργος Θεοδοσιάδης που είναι  και αυτός της ίδια παλιάς κοπής καλλιτέχνης και άνθρωπος.

Για την πολύχρονη κι αξιοπρεπή καριέρα της μεγάλης μας ερμηνεύτριας που έμεινε για πενήντα χρόνια στην κορυφή θα μάθουμε περισσότερα μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε το Οκτώβριο του 1996 στο διευθυντή του Πάλκουτον Γιάννη Μητρόπουλο.

•Κυρία Βάνου σας γνωρίζω προσωπικά τόσα χρόνια και παρακολουθώ την καριέρα σας. Ένα πράγμα -ανάμεσα στ’ άλλα μου έχει κάνει εντύπωση: Η ευγένεια, η καλωσύνη και η σεμνότητα σας, η αβρότητα σας, χαρακτηριστικά που ”προδίδουν” άνθρωπο με παιδεία. Ποιές είναι οι οικογενειακές σας καταβολές και το περιβάλλον που μεγαλώσατε;

-Μεγάλωσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια που αγαπούσε τα γράμματα και τις κλασικές τέχνες, που φρόντισε για τη μόρφωση και την παιδεία μου γενικότερα, αλλά ήμουν και εγώ παιδί που είχα τεράστια έφεση για το διάβασμα και τη μουσική. Οι γονείς μου κατάγονταν από τη Σμύρνη, το μεγάλο πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού πριν την καταστροφή του ’22. Η μητέρα μου ήταν διπλωματούχος στο πιάνο και στα Γαλλικά και ο πατέρας μου αρχιεργάτης σε εφημερίδα και συναναστρεφόταν σπουδαίους και μορφωμένους ανθρώπους, ο παππούς μου (από την πλευρά του πατέρα μου έκανε μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά για τον βουβό τότε κινηματογράφο, μια θεία μου ήταν στη Λυρική Σκηνή ενώ μια από τις ανιψιές του πατέρα μου ήταν η Λένα Κουτρουβέλη-Αναγνωσταρά , μια από τις κορυφαίες πιανίστες εκείνης της εποχής. Καταλαβαίνεται ότι το περιβάλλον μου με παρότρυνε για τη μόρφωση, μου έθεσε σωστές βάσεις και αρχές, μου διαμόρφωσε χαρακτήρα. Αυτές τις αρχές και εγώ να εντρυφήσω στα παιδιά μου.

Εν τούτοις, αν κι οι γονείς μου ήταν αξιολάτρευτοι όταν ήμουν πέντε χρονών, ήρθε ο χωρισμός τους, ένας χωρισμός καθόλου απλός και ”πολιτισμένος”, αλλά συνοδευόμενος από μίσος, θα μπορούσα να πω. Αυτό το γεγονός, αν και με έκανε να ωριμάσω πιο γρήγορα και να γίνω υπεύθυνο άτομο , απ’ την άλλη πλευρά μ’ έκανε πολύ δειλή, συνεσταλμένη και περήφανη, τόσο ώστε ακόμη και σήμερα δεν θέλω να δώσω σε κανέναν το δικαίωμα να γνωρίζει τα προσωπικά μου ή τα οικογενειακά μου προβλήματα.

•Την εποχή εκείνη, δεδομένου ότι μεγαλώσατε σ’ ένα αυστηρών αρχών περιβάλλον και λαμβάνοντας υπόψη ότι το επάγγελμα  της τραγουδίστριας θεωρείτο ακόμη παρεξηγημένο, ποιές ήταν οι αντιδράσεις της οικογένεια σας, όταν κάνατε τα πρώτα σας βήματα στο τραγούδι;

-Καταρχήν, ήμουν πολύ μικρή όταν ξεκίνησα -πήγαινα ακόμη σχολείο- κι ευτυχώς δεν βγήκα αμέσως στο πάλκο, γι αυτό και μπόρεσα να κάνω ο,τι έκανα κρυφά. Εγώ τότε ζούσα με τον πατέρα μου, αλλά φυσικά επισκεπτόμουν πολύ συχνά τη μητέρα μου που δίπλα στο σπίτι της οποίας κατοικούσε ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, που ενθουσιάστηκε με τη φωνή μου και μ’ έφερε σε επαφή με τον Μιμή Πλέσσα. Βρήκα τον Πλέσσα στο στούντιο ”Εra” στην οδό Σταδίου , όπου συνεργαζόταν με το Γιώργο Οικονομίδη για τα ταλέντα του κι αφού με άκουσε, μου είπε επί λέξη: ”Αναμφισβήτητα έχεις αξία”. Διαισθανόμενος, ‘ομως το υπόβαθρό μου και τον τρόπο που είχα μεγαλώσει, με συμβούλεψε να μην αρχίσω την καριέρα μου από τα νυχτερινά κέντρα, αλλά μου πρότεινε να δώσω εξετάσεις στη ραδιοφωνία, πράγμα που έκανα, αφού πρώτα ”έγινα” από Ευγενία Βραχνού η Τζένη Βάνου για να μη με αναγνωρίζει κανείς από το σχολείο και το οιγογενειακό μου περιβάλλον! ”Νουνός” μου ήταν  ο Γεράσιμος Λαυράνος που με συνόδευσε με το πιάνο του στις δύο πρώτες εκπομπές για τα νέα ταλέντα που ηχογράφησα με τον Κώστα Γιαννίδη. Διότι τότε, πρωτού να μπεί ο νέος τραγουδιστής στη μεγάλη ορχήστρα, ηχογραφούσε τις δύο πρώτες εκπομπές με τον Κώστα Γιαννίδη στο πιάνο.

Η πρώτη αντίδραση από τον πατέρα μου ήταν ένα βράδυ, που επέστρεφα στο σπίτι από το φροντιστήριο, να βρω την πόρτα κλειστή και τη βαλίτσα μου απέξω. Βέβαια ήξερε ότι δεν με ”πετάει” στο δρόμο, καθώς μπορούσα να μείνω με τη μητέρα μου, πράγμα που έγινε. Ένα χρόνο οι σχέσεις μας ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Εν τω μεταξύ μέσα σ” αυτό το διάστημα εγώ είχα γίνει γνωστή, είχα κάνει τον πρώτο μου δίσκο, ακουγόμουν από τα ραδιόφωνα, είχα λάβει μέρος στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού  με το τραγούδι ”Η Αγάπη μας” του Μίμη Πλέσσα και τα πρωινά της Κυριακής λάμβανα μέρος στις παραστάσεις του Γιώργου Οικονομίδη στο θέατρο ΡΕΞ, όπου τραγουδούσα υπό τη συνοδεία του Πλέσσα.

Ένα απ’ αυτά τα πρωινά ύστερα από ένα χρόνο περίπου ήρθε ο πατέρας μου με την αδελφή μου στο καμαρίνι μου και μου είπε αυτά τα λόγια που δεν θα ξεχάσω ποτέ. ”Παιδί μου έφταιξα”. Δεν ήξερα τι παιδί είχα, φαντάστηκα ότι θα παρασυρόσουν σ’ ένα βρώμικο κόσμο. Και να θυμάσαι σ” όλη σου τη ζωή ότι ότι όταν οι άνθρωποι φταίνε, όσο μεγάλοι κι αν είναι, πρέπει να ζητούν Συγνώμη”.

•Σε κατηγορία θα κατατάσσατε το είδος του τραγουδιού με το ποιο ξεκινήσατε;

-Η μουσική που αγαπούσα κι ήθελα να τραγουδήσω ήταν η tzaz, γι αυτό και η αγαπημένη τραγουδίστρια ήταν η Ζωή Κουρούκλη και αργότερα η Νάνα Μούσχουρη η οποία τότε τραγουδούσε στο πιό αριστοκρατικό μαγαζί της Αθήνας, το ”Τζάκι” αλλά με την επιτυχία της στα “‘Παιδιά του Πειραιά” έφυγε για το Παρίσι. Κι έτσι την αντικατέστησα εγώ  στο μαγαζί, κάτι που ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Ήταν η πρώτη μου εμφάνιση σε κέντρο διασκέδασης, το 1960. Παρόλο, λοιπόν που λάτρευα την tzaz, ο Μίμης Πλέσσας με αποθάρυνε γιατί αυτό το είδος δεν περνούσε τότε στην Ελλάδα κι ήταν ο πρώτος  που με συμβούεψε και με παρότρυνε να τραγουδήσω αυτό που λέμε ερωτική μπαλάντα γιατί η φωνή ταιριάζει σ’ αυτό.

•Μιας που αναφέρατε την Νάνα Μούσχουρη, υπάρχουν πολλοί που βρίσκουν ομοιότητες ανάμεσα σας σε εσάς και εκείνη. Κάποιοι  μάλιστα σας παρομοιάζουν, πως το σχολιάζετε;

-Δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση. Η Νάνα Μούσχουρη είναι τραγουδίστρια με κεφαλαία γράμματα, υπήρξε στην αρχή της καριέρας μου το πρότυπο μου και μάλιστα τραγουδούσα τα τραγούδια της-καθώς δεν είχα δικό μου ρεπερτόριο. Τη θαύμαζα και τη θαυμάζω.

•Πάντως, η ίδια  η Μούσχουρη σε κάποιο συνέντευξη της, αναφερόμενη στο πρόσωπο σας, δήλωσε πως σας θαυμάζει και ότι ”αν είχε τη φωνή της Τζένης Βάνου, θα είχε και τη διπλή καρέρα απ’ αυτή που έχει σήμερα’;

-Ναι, μόνο που συμπλήρωσε και την εξής ατάκα: ”Αλλά δεν την φοβάμαι γιατί δεν έχει μυαλό”! Και ίσως είχε δίκιο, καθώς γνωριστήκαμε προσωπικά και κατάλαβε τον χαρακτήρα μου. Ξέρετε, γνωρίζω καλά ότι έχω καλή φωνή, αλλά αυτό είναι από τα πράγματα για τα οποία δεν θα μπορούσα να παινευτώ ποτέ, διότι δεν προσπάθησα να το κατακτήσω, ήταν Θείο Δώρο. Κάθε μέρα προσεύχομαι και λέω ”Θεούλη μου, σ’ ευχαριστώ για όλα κι ιδίως γι αυτό το δώρο αλλά το έδωσες σε λάθος άτομο! Κι είναι κρίμα, γιατί πήγε χαμένο. Έχει δίκιο λοιπόν η Μούσχουρη. Δεν είμαι από τα άτομα που θα κατάφερνα τίποτα μόνη μου, δεν θα έφτανα ποτέ εδώ που έφθασα, χωρίς τη βοήθεια του Θεού.

Και κάτι άλλο, κύριε Μητρόπουλε. Δεν με νοιάζει αν εισέπραξα θαυμασμό, ο θαυμασμός είναι κάτι που μπορεί να εισπράξει και μια λάμπα, επειδή είναι καλοφτιαγμένη! Αυτό που με συγκινούσε και με συγκινεί ακόμη μέχρι δακρύων και μου δίνει κουράγιο, είναι η αγάπη του κόσμου προς εμένα, αυτού του απλού, άγνωστου, ανώνυμου κόσμου, που ταυτίστηκε μαζί μου. Η αγάπη, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σ΄ όλες τις εποχές είναι το μόνο που ξεχωρίζει ανάμεσα από τον πόνο και τη  βρωμιά, είναι το μόνο που παραμένει αναλοίωτο. Η αγάπη παντού και πάντα έχει το ίδιο πρόσωπο.

•Πότε και πως ξεκινήσατε τη δισκογραφία; Ποια είναι τα πρώτα σας τραγούδια;

-Το 1960 η Columbia  αποφάσισε να ηχογραφήσει με τη φωνή του Τώνη Μαρούδα τα βραβευμένα από στο Φεστιβάλ Τραγουδιού ”Κάπου υπάρχει η αγάπη μου” του Μάνου χατζιδάκι και το ”Αστεράκι” του Μίμη Πλέσσα και με κάλεσαν να κάνω σεγόντα. Ας σημειωθεί ότι η διεύθυνση ορχήστρας και η ενορχήστρωση ήταν του Τάκη Μωράκη. Τα περιοδικά της εποχής (”Ρομάτζο”, ”Ντομινό” κ.λπ.) αναρωτιόντουσαν μέσα από τις στήλες τους, ποια είναι αυτή η γλυκιά δεύτερη φωνούλα δίπλα στον Τώνη Μαρούδα. Αυτή ήταν κι η πρώτη μου δισκογραφική εμφάνιση. Ακολούθησε ο πρώτος μου δίσκος σε σύνθεση Μίμη Πλέσσα κι έπειτα ηχογράφησα σε μικρά δισκάκια την ”Αγάπη μας”, που είχα τραγουδήσει και στο Φεστιβάλ (που τότε γινόταν στην Αθήνα), το ”Αν σ΄αρνηθώ αγάπη μου”, κι ύστερα τις μεγάλες επιτυχίες ”Η σκλαβα σου”του Γιώργου Μουζάκη  και το ”Θέλω κοντά σου να μείνω”, που τραγούδησα με το Γιάννη Βογιατζή. Μετά πήρα μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το ΄Έδώ τελειώνει ο ουρανός” και το ”Τι κρίμα”, ακολούθησαν το ”Τώρα τι θα γίνω” (από την ταινία ”Κορίτσια για φίλημα”)το ‘‘Σ΄αγαπώ” (από τη ”Λεωφόρο του μίσους”) κι άλλα πολλά του ελαφρού είδους, μέχρι το 1969.

•Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κάνετε μια στροφή προς το λαϊκό τραγούδι, δεδομένου ότι είχατε επιτυχία στο ελαφρό τραγούδι και την ερωτική μπαλάντα;

-Από το 1970 έως τα τέλη του 1971 δεν έκανα καμία δουλειά, ούτε δισκογραφική, ούτε στα κέντρα διασκέδασης, διότι υπήρχε πια χώρος για το ελαφρό τραγούδι. Επομένως, η στροφή προς το ελαφρολαϊκό τραγούδι ήταν αναγκαστική. Στην αρχή όμως είχα τρομερές ανασφάλειες, κόμπλεξ κι αμφιβολίες για το αν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Με παρότρυνε όμως ο φίλος μου ο Τόλης Βοσκόπουλος και έμεινα στο σπίτι μου, αγόρασα τους όλους τους δίσκους των μεγάλων του είδους μελετούσα αλλά πάντα με φόβο και κλάμματα. Μετά από ένα χρόνο ήρθε ο Τόλης στο σπίτι μου και ”με πήρε απ’ το αυτί” όπως λέμε, με έπεισε ότι μπορώ και μου έδωσε ένα δικό του τραγούδι το ‘‘Αγόρι μου” καθώς και το ”Σε παρακαλώ σήκω φύγε”, το ”Μα αύριο κύριε” και το ”Παληκαράκι” που ηχογράφησα με την ΜΙΝΟS. Αμέσως μετά μετά ο Ζακ Ιακωβίδης μου έγραψε για μια θεατρική παράστασητις ”Αμαρτίες μου” κι έτσι έκανα και μεγάλο δίσκο που περιείχε όλα τα παραπάνω κι άλλα έξι τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, ανάμεσα στα οποία ήταν το ‘‘Εβρεχε ψιλόβρεχε” και το ”Χίλιες βραδιές”. Αργότερα γράφτηκε και το μεγάλο σουξε ”Αν ήταν η αγάπη αμαρτία”.

•Κατά τη διάρκεια που τ’ ονομά σας μεσουρανούσε, αμοιβόσασταν  από τα κέντρα διασκέδασης ανάλογα;

-Δεν ήμουν ποτέ ”μεγάλη” στο μεροκάμματο και το λέω με κάθε ειλικρίνεια γι’ αυτό και μου φαίνονται πράξενα και ψεύτικα τα ποσά που ακούγονται σήμερα για τα μεγάλα ονόματα της πίστας. Μου φαίνονται απίστευτα, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, μπορεί και να τα παίρνουν και μπράβο τους. Μακάρι τα παιδιά να είναι υγιή και άξια να συνεχίσουν να τα παίρνουν. Εμένα απλώς δεν μου ”τυχε ποτέ”. Ίσως να ήταν και το είδος του τραγουδιού που δεν είχε γερά μεροκάματα καθώς τότε περνούσε περισσότερο το λαϊκό. Να φανταστείτε, ότι την εποχή που τα τραγούδια μου ”χαλούσαν κόσμο” και το όνομά μου ακουγόταν παντού, έπαιρνα 600 δραχμές μεροκάματο, ποσό που θεωρείτο από τα υψηλότερα, ενώ την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης και η Πόλυ Πάνου, τα πρώτα λαϊκά ονόματα της νύχτας ακούγαμε ότι έπαιρναν 5000 δραχμές! Μας φαινόταν εξωπραγματικό!

•Θεωρείτε ότι οι τραγουδιστές στο σύνολο τους αμείβονται καλά;

-Γενικώς, το επάγγελμα του τραγουδιστή έχει μεγάλα μεροκάματα αλλά και μεγάλες ανισότητες. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μέτρο σύγκρισης, διότι εγώ θα πάω κάπου ως γκεστ σταρ, θα πάρω κάποια λεφτά για μισή ώρα πρόγραμμα και σε 2-3 ώρες θα είμαι στο σπίτι μου. Τα νέα παιδιά όμως και λιγότερα χρήματα παίρνουν και πρέπει να βρίσκονται στο μαγαζί από τις 10-11 η ώρα μέχρι να κλείσει. Αυτά τα παιδιά ότι και να πάρουν είναι λίγο, το ξενύχτι είναι σκληρό.

•Τόσα χρόνια στη νύχτα και στις δύσκολες συνθήκες που αυτό συνεπάγεται, τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο;

-Θα μιλήσω γενικά και όχι για τον εαυτό μου. Ένα πράγμα που μ’ ενοχλεί αφάνταστα είναι η σκληρότητα του επιχειρηματία προς τους νέους τραγουδιστές. Όταν η δουλειά δεν πάει καλά τους φέρονται υποτιμητικά και άσχημα λέγοντας τους ότι δεν ”έφεραν κόσμο”, λες και τα παιδιά αυτά λειτουργούν ως ”κράχτες”. Φυσικά, όταν το μαγαζί δουλεύει όλα είναι ρόδινα… Εδώ όμως θέλω να αναφέρω και την άποψη μου ότι αυτού του είδους τα μαγαζιά έχουν αρχίσει να πεθαίνουν. Παλιότερα υπήρχε το ”θυλικό” που λειτουργούσε ως ”κράχτης” και προσέλκυε πελάτες. Τώρα πια, υπάρχει υπερπληθώρα ”θυλικού”, μπορεί ο καθένα να βρει οπουδήποτε και οτιδήποτε και δεν χρειάζεται να πάει σε ένα νυχτερινό κέντρο να πληρώσει μια φιάλη ουίσκυ. Γι’ αυτό και τώρα τα μαγαζιά επιχειρούν στροφή προς τη νεολαία και ευχή δική μου είναι να στραφούν και προς όλη την οικογένεια, ώστε να μπορεί να πάει κάποιος, χωρίς να φοβάται ή να ντρέπεται γι’ αυτούς που θα δει μέσα.

•Νομίζετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος διασκέδασης τα τελευταία χρόνια;

-Και ο τρόπος και το κοινό έχουν αλλάξει. Σήμερα ο πολύς κόσμος βγαίνει το Σαββατόβραδο, επιζητώντας να ξεσκάσει και να ξεχάσει τα καθημερινά του βάσανα. Τότε θα τραγουδήσει θα πιει, θα χορέψει στην πίστα θα συμμετάσχει στη διασκέδαση μαζί με τον καλλιτέχνη. Σ’ αυτό έχουν συντελέσει και οι πιο ωραίες αίθουσες, τα καλύτερα προγράμματα, το εισιτήριο με το οποίο μπορεί ένας νέος ή ένας μικρομεσαίος να διασκεδάσει πίνοντας απλώς ένα ποτό -χωρίς ν’ αναγκάζεται να πάρει ολόκληρο μπουκάλι- αλλά και η αλλαγή στις άσχημες συνθήκες της νύχτας.

•Πως νιώθετε που ο γιός σας έχει ακολουθήσει το δικό σας επαγγελματικό δρόμο;

-Είμαι της άποψης ότι πρέπει ν΄αφήνουμε τα παιδιά μας ελεύθερα να επιλέξουν το δρόμο τους, αφού βέβαια συζητάμε μαζί τους από μικρή ηλικία για τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τους κινδύνους κάθε επαγγέλματος, αλλά και της ζωής γενικότερα. Ούτε πρέπει να τα πιέζουμε να κάνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που επιθυμούν, γιατί τελικά ή θα είναι δυστυχισμένα ή θα το κάνουν ”ο κόσμος να χαλάσει”, παίρνοντας παράδειγμα από απ’ τη δική μου περίπτωση. Δεν πίεσα, ούτε καθοδήγησα τα παιδιά μου εκεί που ήθελα εγώ. Έτσι η κόρη μου που είναι τώρα 26 ετών είναι καθηγήτρια αγγλικών κι ο γιός, 28 ετών ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Καμαρώνω για κείνον και για την κόρη μου. Τελικά αυτό που έχει σημασία και προέχει είναι να είναι καλά παιδιά, με σωστές αρχές και βάσεις. Αυτό μετράει πάνω απ’ όλα.

•Θεωρείται ότι η προβολή των καλλιτεχνών από τα ΜΜΕ είναι αξιοκρατική και με το σωστό τρόπο;

-Μερικές φορές απορώ γιατί πρέπει να βλέπω στη τηλεόραση 12 φορές την ημέρα ένα πρόσωπο και μισή φορά κάποια άλλα… Τώρα γιατί συμβαίνει αυτό, νομίζω ότι αφ’ ενός είναι θέμα των εταιρειών κι αφ’ εταίρου του φιλικού ”γκέτο” όπως το ονομάζω. Δηλαδή έχει κάποιος μια εκπομπή: Θα καλέσει τον φίλο του το γνωστό του φίλου του κ.ο.κ. Πολλές φορές κατηγορούν τα κανάλια ότι φέρνουν άτομα όχι και τόσο ικανά και άξια, προκειμένου να γεμίσουν την ώρα τους. Αν θέλουμε όμως να λέμε την αλήθεια χωρίς να θέλω ν’ αποσύρω από τα κανάλια το μερίδιο της ευθύνης τους, εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε ”γέμισμα” τηλεοπτικού χρόνου. Όσον αφορά την αξιοκρατία, οι μεγάλοι και σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως είναι ο Νταλάρας, η Αλεξίου, η Μαρινέλλα ο Καζαντζίδης, δεν έχουν ανάγκη τέτοιας προβολής ούτε την επιζητούν. Αν μια στο τόσο δεχτούν θα είναι με όρους και αξιώσεις πέρα για πέρα δικαιολογημένες.

Ποια είναι η τελευταία σας δισκογραφία;

-Είναι ένας δίσκος με επανεκτελέσεις παλιών ”αθανάτων” επιτυχιών που λάτρεψα και θαύμασα, υπό τον γενικό τίτλο ”Όσα ζήλεψα” που κυκλοφόρησε το Πάσχα από Την ΑΜ RECORDS. Δεν ήθελα να κάνω κάτι καινούριο, επιθυμούσα να ερμηνεύσω κομμάτια που με σημάδεψαν, που αγάπησαν οι γονείς μου, οι οικείοι μου και ολόκληρες γενιές. Σκοπός δικός μου αλλά και τις εταιρείας ήταν να κάνω ένα δίσκο ποιότητας για τα οποία να καμαρώνω αδιαφορώντας για την εμπορική τους επιτυχία. Παρά τους αρχικούς μου φόβους οι κριτικές που απέσπασε από τις εφημερίδες και από τα περιοδικά κύρους ήταν άριστες και οι πιό επαινετικές σ’ όλη την καριέρα μου.

•Που θα εμφανίζεστε το χειμώνα;

Στο ΜΟΝ ΣΕΝΙΕΡ στην Πλατεία Αμερικής μαζί με το Βασίλη Τερλέγκα και τη Νάσια Κονιτοπούλου.

•Στ τόσα χρόνια της επιτυχημένης σας διαδρομής, τι είναι αυτό δεν έχετε κάνει ακόμη;

-Το καλύερο!!! Ένας καλιτέχνης πρέπει να λέει ότι έχει κάνει κάτι καλό, για να ελπίζει για το καλύτερο και να συνεχίζει να υπάρχει!.-

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ