Woody Allen, o άνθρωπος που ανήγαγε τα κόμπλεξ σε τέχνη

«Είναι σαν γουρλομάτικη νευρωτική μισοριξιά» έγραψαν οι δημοσιογράφοι την πρώτη φορά που αντίκρυσαν τον Woody Allen. Όταν όμως μερικά χρόνια αργότερα, οι αναγνώστριες (και αναγνώστες) του περιοδικού «Playgirl» τον ψήφισαν ως έναν από τους δέκα πιο σέξι άντρες της Αμερικής, αυτοί οι ίδιοι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι o καχεκτικός αυτός άνθρωπος είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο: να σεξοποιήσει το νευρωτισμό!

O Άλλεν Στιούαρτ Καίνιγκσμπεργκ είναι πρώτα απ’ όλα εξαιρετικά άσχημος κοντός και κοκκαλιάρης, με λιγδιασμένα μαλλιά, μεγάλη μύτη και αγαθό βλέμμα, αδύναμη φωνή και προσωπικότητα ανύπαρκτη. Όταν αυτός o «χαρακτηριστικός τύπος του Εβραίου διανοούμενου», όπως αυτοαποκαλείται, μετονομάζεται σε Woody Allen και βάζει τον εαυτό του πρωταγωνιστή στις ταινίες που γράφει και σκηνοθετεί ο ίδιος, γεννιέται ο ήρωας της νέας εποχής: όχι υπεράντρας (superman) αλλά μάλλον υποάντρας, ένας τύπος αξιοθρήνητος που φοβάται τους ανθρώπους, τον εαυτό του, τη ζωή εν γένει.

O ήρωας του Woody Allen είναι αποτυχημένος στα πάντα: στην καριέρα του, στις ερωτικές του σχέσεις, στην οικογένειά του. Έχει δεκάδες κόμπλεξ και νευρικά τικ, υποφέρει από εφιάλτες, αϋπνίες και στομαχικές διαταραχές και o καλύτερος φίλος του είναι o ψυχίατρός του. Μιλάει με τρόπο ακανόνιστο, σχεδόν τραυλίζοντας και είναι ανίκανος να δώσει λύση ακόμη και στο πιο απλό πρόβλημα. Υποφέρει από μια χρόνια κατάσταση μελαγχολίας και κατάθλιψης και φοβάται να αναλάβει την παραμικρή πρωτοβουλία. Αυτό που του αρέσει πολύ είναι να συζητάει για τις σχέσεις και το sex. Όχι ότι καταλήγει ποτέ σε κάποιο συμπέρασμα ή κάποια λύση. Κοιτάζοντας κατάφατσα την κάμερα, θέτει ερωτήσεις, φιλοσοφεί γύρω από το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων και βγαίνει πάντοτε από την κουβέντα πολύ πιο μπερδεμένος απ’ ότι ήταν στην αρχή.

Μια συνηθισμένη πρακτική του Woody Allen είναι η αυτοειρωνεία, ο αυτοχλευασμός του. Το να κάνει καλαμπούρια με στόχο τον εαυτό του είναι θεραπευτικό, ένας τρόπος να εκφορτίζει τα άγχη του, τους καταναγκασμούς και τις εμμονές του. Όπως και με την ψυχοθεραπεία, έτσι και με τις κωμωδίες του βρίσκει ανακούφιση από τον νευρωτισμό του, κοινοποιώντας τον. Η εξαιρετική -και ίσως παράλογη- επιτυχία του βασίζεται ακριβώς σ’ αυτό εδώ το στοιχείο: στο πλήθος των νευρωτικών του συμπτωμάτων! Παίζοντας το χασούρη, τον κακομοίρη, τον γκαντέμη, o Woody Allen μας απαλλάσσει από τους χειρότερους φόβους που έχουμε για τον εαυτό μας. Βλέποντας τις ταινίες του, μαθαίνουμε πως είναι κι εκείνος σαν κι εμάς, όμως αρκετά πιο άσχημος, πιο ανασφαλής και πιο παλαβός.

Στην καθημερινή ζωή του o Woody Allen μάλλον δεν αισθάνεται καθόλου έτσι. Κάθε εβδομάδα παίζει κλαρινέτο σε μια ορχήστρα jazz σε κάποιο pub του Μανχάταν και ποτέ δεν έχει ανταλλάξει ούτε μια λέξη με τους θαυμαστές του. Έχει ήδη κάνει τρεις γάμους και πρόσφατα προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο, συνάπτοντας σχέση με τη νεαρή (και Ασιάτισσα) προγονή του. Πιθανόν δε δίνει δεκάρα για τη γνώμη του κόσμου και εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες, που ουσιαστικά δεν αφορούν κανένα άλλον εκτός από τον ίδιο. To ταλέντο του ως σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού είναι αμφισβητήσιμο. Οι ταινίες του πραγματεύονται διαρκώς το ίδιο θέμα και o ίδιος επαναλαμβάνεται μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Όταν παρακολουθείς ένα έργο του ίσως διασκεδάζεις τις δύο ώρες που κρατάει, μια εβδομάδα όμως αργότερα είσαι πια ανίκανος να το θυμηθείς. «Όλα μου τα φιλμ είναι προσωπικές αποτυχίες» είχε πει κάποτε o ίδιος o Woody Allen. «Μου κάνει κατάπληξη o αριθμός των ανθρώπων που πάνε και τα βλέπουν».

Συν τοις άλλοις, o Woody Allen δείχνει να διακατέχεται και από μια αποστροφή για το δυναμικό τύπο γυναίκας, που τα καταφέρνει μια χαρά μόνη της και νιώθει σίγουρη για τον εαυτό της. Μονίμως, οι πρωταγωνίστριες του ανήκουν στον τύπο της γυναίκας-θύμα, της εύθραυστης και της απροστάτευτης. Είναι ηθοποιοί, με τις οποίες ο σκηνοθέτης αισθάνεται ασφαλής και βέβαιος. Δύο ήταν αυτές που έγιναν star από τις ταινίες του και εξελίχθηκαν σε μούσες του σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και λανσάρισαν το πρότυπο της γυναίκας-θύμα: η Diane Keaton («O υπναράς», «O ειρηνοποιός», «Νευρικός εραστής», «Μανχάταν», «H Χάννα και οι αδερφές της» κ.ά.) και η Mia Farrow («To πορφυρό ρόδο του Καΐρου», «Μέρες ραδιοφώνου», «Άλις», «Παντρεμένα ζευγάρια», «Σκιές και ομίχλη», «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ» κ.ά.).

Οι ταινίες του μετά την οριστική αποχώρηση της Mia Farrow -που δεν μπόρεσε να αντέξει το δεσμό του συντρόφου της με την προγονή τους- σημειώνουν όλο και μεγαλύτερη επιτυχία και ειδικά στην Ελλάδα, είναι αυτές που τον κάνουν αγαπητό σε όλο και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού («Ακαταμάχητη Αφροδίτη», «Όλοι λένε σ’ αγαπώ», «Διαλύοντας το Χάρρυ»). Εκείνοι, βέβαια, που παρακολουθούν το έργο του από παλιά (ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγομαι και εγώ) παρατηρούν ότι o Woody Allen έχει αλλάξει μετά τη φυγή της τελευταίας του μούσας. Έχει χάσει το γνώριμο στυλ του και ο νευρωτισμός του δεν είναι πια τόσο εμφανής, το χιούμορ του δεν είναι τόσο καυστικό και οι ταινίες του όχι τόσο προσωπικές. Όπως και να ’χει, μια ταινία του Wood Allen είναι πάντα μια καλή αφορμή να κοιτάξεις τον εαυτό σου και να αποφασίσεις ότι δεν έχεις κανένα απολύτως πρόβλημα. Γιατί αν ένας άνθρωπος κατόρθωσε να δημιουργήσει τέχνη από το νευρωτισμό του και να γίνει ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους του Χόλυγουντ, χωρίς ουσιαστικά να το αξίζει… τι θα εμποδίσει κι εσένα να τα καταφέρεις;

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ