T AGATHONAS

Πέθανε σήμερα ο ρεμπέτης Αγάθωνας Ιακωβίδης

Ένας αγαπημένος φίλος και σημαντικός καλλιτέχνης με μακρόχρονη σεμνή προσφορά στο ρεμπέτικο και το Μικρασιάτικο τραγούδι μας ξάφνιασε πρωί πρωί δυσάρεστα. Πρόκειται για το γνωστό με το μικρό του όνομα Αγάθωνα (Ιακωβίδη) που αναχώρησε για τον άλλον κόσμο. Η είδηση σαν κεραυνός έκανε το γύρω του κόσμου και κανένας δεν το πίστευε καθότι την Κυριακή συμμετείχε στην μουσική εκπομπή της ΕΡΤ 1 ”Αλάτι της Γης” και τον απολαύσαμε χωρίς να φανταστούμε ότι σε λίγες μέρες θα μας εγκατέλειπε. Ο θάνατός ήταν ξαφνικός και επήλθε στο ύπνο του προφανώς από κάποιο καρδιακό επεισόδιο. Υπήρξε φίλος του περιοδικού μας και προ εικοσαετίας είχαμε κάνει και ένα ολόκληρο δίσκο με τραγούδια του Βασίλη Νούσια.

Τα θερμά μας συλλυπητήρια εκφράζουμε στην οικογένεια του και στους συντοπίτες του στον Ευαγγελισμό του Λαγκάδα που κατοικούσε μόνιμα.

 

Περισσότερα για τη καλλιτεχνική πορεία και την προσωπικότητα του Αγάθωνα Ιακωβίδη στην παρακάτω  συνέντευξη που έδωσε το Δεκέμβριο του 2000 στο Γιάννη Μητρόπουλο για το περιοδικό ‘Πάλκο’’.

*Ποιά είναι η καταγωγή σου και οι καταβολές  που σε έκαναν να ασχοληθείς με το ρεμπέτικο τραγούδι;

-Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγγες από την Προύσσα και τη Νικομήδεια και ήρθαν στην Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών. Συγκεκριμένα, με το γκρουπ που ήρθαν οι δικοί μου, είχαν έλθει χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν σε τρις περιοχές, στον Αλμυρό την Αριδαία και το Αγρίνιο. ένα γκρουπ από αυτούς στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Λαγκαδά και έχτισαν το χωριό Ευαγγελισμός. Εκεί γεννήθηκα κι εγώ.

* Γιατί ονομάστηκε το χωριό Ευαγγελισμός;

-Διότι εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου, την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

* Ήταν επιλογή των προσφύγων να εγκατασταθούν εκεί ή αυτόν τον τόπο τους παραχώρησε η Πολιτεία.

-Είχαν δύο τρεις επιλογές αλλά προτίμησαν το Λαγκαδά για να τους θυμίζει το χωριό τους στη Νικομήδεια που ήταν και αυτό δίπλα σε μια λίμνη.

*Ο παππούς και η γιαγιά σου ήταν παντρεμένοι από τη Μικρά Ασία;

-Όχι εδώ γνωριστήκαν και παντρεύτηκαν. Έκαναν τέσσερα παιδιά και από αυτά έζησαν τα τρία. Ένα κορίτσι πνίγηκε στη λίμνη του Λαγκαδά. Είχαν επιβιβαστεί σε μια βάρκα για να περάσουν απέναντι στο χωριό Άγιος Βασίλειος, που είχε πανηγύρι στις 15 Αυγούστου. Έπιασε κακοκαιρία και αναποδογύρισε τη βάρκα. Οι περισσότεροι από όσους ήταν πάνω στη βάρκα πνίγηκαν, γύρω στα 15 άτομα.

*Είχε κάποιος από την οικογένειά σου σχέση με τη μουσική;

-Ο παππούς ήταν παπάς, αν μπορούμε να πούμε ότι είχε κάποια σχέση κι επίσης παπάς ήταν και ο αδελφός του πατέρα μου που τον βοηθούσα στην εκκλησία.

*Έψελνες κιόλας;

-Όχι μόνο το θυμιατό και ό,τι άλλο χρειαζόταν.

*Εσύ πως αγάπησες τη μουσική και ασχολήθηκες επαγγελματικά;

– Μου άρεσε πολύ η μουσική και τα όργανα και όταν έβρισκα κομπανίες συναναστρεφόμουν μαζί τους. Πλησίαζα τους λαουτιέρηδες και μάζευα τις σπασμένες χορδές που πετούσαν, τις κάρφωνα σε ένα σανιδάκι και έπαιζα. Αργότερα, πλησίασα τους μουσικούς ως πελάτης. Ήταν εποχή της Χούντας και θυμάμαι πηγαίναμε στις μπουάτ να ακούσουμε τραγούδια που ήταν ενάντια στην δικτατορία, να χειροκροτήσουμε διακριτικά και να παραγγείλουμε και κανένα του Θεοδωράκη που απαγορευόταν αυστηρά. Στη συνέχεια εξελίχθηκα σε μουσικό.

*Προτού γίνεις μουσικός και τραγουδιστής είχε κάνει υποδομή για κάποιο άλλο επάγγελμα;

– Όχι, πήγα μέχρι την Γ’ Γυμνασίου και έπειτα ασχολήθηκα με τα όργανα.

*Γιατί σταμάτησες το σχολείο;

-’Ήταν εποχή της Χούντας και θυμάμαι ήταν πολύ ανιαρή η εκπαίδευση. Γελοία θα ‘λεγα. Όλο για πατρίδα και θρησκεία μας έλεγαν και τίποτα το ουσιαστικό.

*Στο χωριό που μεγάλωσες τι τραγούδια ακούγονταν;

-Ως επί το πλείστον, δημοτικά και Μικρασιάτικα. Μάλιστα υπήρχε και μια κομπανία τριών γέρων, δύο ούτια και ένα βιολί που στους γάμους και τα πανηγύρια έπαιζαν όλο αυτό το ρεπερτόριο.

*Είπες ότι η κομπανία αποτελούνταν από δύο ούτια και ένα βιολί. Θέλω να σχολιάσω την έλλειψη ρυθμικών οργάνων, κάτι που έχω παρατηρήσει και στις Μικρασιάτικες ηχογραφήσεις που απουσιάζουν κιθάρες μπάσο και κρουστά συνήθως. Γιατί;

-Ναι όπως το λες είναι. Οι Μικρασιάτες δεν είχαν ούτε ακόρντα ούτε αρμονίες με το τρόπο που παίζουμε σήμερα. Οι αρμονίες έβγαιναν μέσα από το σολιστικό μέρος και ποτέ δεν τόνιζαν την τρίτη ώστε να προσδιορίζεται το άκουσμα άν είναι Ματζόρε ή Μινόρε. Τόνιζαν μόνο την πέμπτη βαθμίδα. Όσο για το ρυθμό τη στιγμή που παίζαν όλοι μαζί ρυθμικά και μετρημένα δεν υπήρχε ανάγκη και χωρίς ακοπανιαμέντα να καταλάβεις ότι αυτό το τραγούδι είναι καρσιλαμάς.

*Τον βρίσκεις σωστό αυτόν τον τρόπο

-Πολύ. Άλλωστε, κάπως έτσι έγραφαν και έπαιζαν και οι κλασικοί συνθέτες. Στην κλασική μουσική τις συγχορδίες τις δημιουργούν τα σολιστικά όργανα.

*Και πιστεύεις ότι ένας σημερινός τραγουδιστής μπορεί να τραγουδήσει πάνω σε τέτοια ορχήστρα τη στιγμή που έχει μάθει να πατά επάνω σε ρυθμό με συγκεκριμένα ακόρντα.

– Είναι δύσκολο, αλλά με αυτό τον τρόπο έχεις όλες τις δυνατότητες έκφρασης.

*Στη Βυζαντινή Μουσική έτσι ήταν;

-Μη μου μιλάς για Βυζαντινή μουσική, διότι δεν την αποδέχομαι καθόλου. Τίποτα καλό για μένα δεν προέκυψε στη Βυζαντινή περίοδο πάνω στη μουσική. Καταστροφική για όλο τον αρχαίο πολιτισμό την θεωρώ. Επομένως να μιλάμε για αρχαία ελληνική μουσική και όχι για βυζαντινή, ονομασία που επέβαλε το Βυζάντιο και ο Χριστιανισμός. Όλα αυτά είναι έργα των αρχαίων Ελλήνων και στην αυθεντική τους μορφή απ΄ ότι γνωρίζω δεν τόνιζαν ποτέ την τρίτη, όπως οι Μικρασιάτες μουσικοί. Ακόμη και ο Σέμσης και ο Τομπούλης και ο Σαβαϊδης έτσι έπαιζαν.

*Εν μέρει θα συμφωνήσω διότι ακούω πολλές φορές σε ένα σημείο μιας μελωδίας της πάει καλύτερα μια νότα ανοιχτή παρά ακόρντο.

-Οι πολλές συγχορδίες Γιάννη πολλές φορές είναι περιττές και σου επισημαίνω ότι τα δυσκολότερα τραγούδια για τον ερμηνευτή είναι αυτά που έχουν ένα ή δύο ακόρντα μόνο.

*Αγάθωνα αυτό μου το ‘χει επισημάνει και ο Κώστας ο Πίτσος που συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια.

– Τον Κώστα τον Πίτσο που είναι μεγάλος λαϊκός κιθαρίστας και λαουτιέρης και έχει παίξει σε πολλά τραγούδια μου τον θεωρώ πολύ ενήμερο σ’ αυτά τα πράγματα.

*Στο χωριό σου δεν υπήρχε άλλη κομπανία εκτός από τους πρόσφυγες;

Ντόπια όχι, αλλά ερχόντουσαν πολλοί τσιγγάνοι από τη Νυφόπετρα, οι οποίοι έπαιζαν από δυο-τρία όργανα ο καθένας και κάλυπταν κάθε φορά και άλλο όργανο γιαυτό και δεν έπαιζαν κανένα καλά!

*Έχει τσιγγάνους η περιοχή;

-Πολλούς. Έχει στη Νυφόπετρα και στη Γουμένισσα, ‘οπου υπήρχαν πολλοί μουσικοί αλλά ήταν δύο διαφορετικών αποχρώσεων. Η μια ομάδα ήταν οι τσιγγάνοι με κλαρίνα και τουμπερλέκια και η άλλη με τα χάλκινα και τις κορνέτες.

*Ποια η αποψή σου για τα χάλκινα που τελευταία έχουν μεγάλη προβολή;

– Αηδίες, δεν τα ‘χω σε καμία υπόληψη τη στιγμή μάλιστα που συμπράτουν με άλλα πνευστά όπως το κλαρίνο που είναι ένα μελωδικότατο όργανο και αυτά ακούγονατι ως παραφωνία. Το θεωρώ γελοίο που στη θέση του βιολιού ‘βάλαν κορνέτες, όργανα που δεν έλαβαν ποτέ χώρα στον ελλαδικό χώρο. Αυτά ήλθαν από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, ποτέ δεν ήταν ελληνικά.

*Από που ξεκίνησες ως επαγγελματίας;

-Ξεκίνησα να εμφανίζομαι επαγγελματικά σε μια μπουάτ στη Θεσσαλονίκη που λεγόταν ‘’Ιθάκη’’.  Ήταν στη Μητροπόλεως και μάλιστα όλοι οι μουσικοί βοηθήσαμε στο κτίσιμό της για να τελειώσει γρήγορα. Εκεί ασχολήθηκα με το νέο κύμα και παίζοντας κιθάρα με αποτέλεσμα να γίνω και καλός θεωρητικός κιθαρίστας. Θεωρητικός, γιατί πρακτικός δεν έγινα, διότι όποιος παίζει πολλά όργανα, δεν καταγίνεται σε κανένα.

*Ποιους άλλος θυμάσαι από αυτή τη συνεργασία;

– Ήταν ο Γιώργος Γερασιμίδης, ο Μανώλης Εμμανουήλ, ο Κώστας και ο Βασίλης Πρατσινάκης κ.α.

*Πότε έκανες στροφή στο ρεμπέτικου;

-Επαγγελματικά μετά το Στρατό, αλλά και από όταν ήμουν ακόμη φαντάρος μελετούσα πολύ το ρεμπέτικο και έψαχνα να βρω κάποιον να παίζει μπουζούκι και προσπαθούσα να του μάθω τα ρεμπέτικα για να με συνοδεύει όταν έπαιζα κιθάρα ή μπαγλαμά. Μερικοί από αυτούς εξελίχθηκαν επαγγελματίες.

*Τα ρεμπέτικα από που τα έμαθες.  Την εποχή εκείνη τα ρεμπέτικα ούτε ακούγονταν τόσο αλλά  ούτε και δίσκοι πολλοί κυκλοφορούσαν με ρεμπέτικα;

-Κυκλοφορούσαν κάποιοι δίσκοι του Μάρκου, του Μητσάκη, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάνου, αλλά δεν είχαν ύφος και το ρεπερτόριο του παλιού ρεμπέτικου όπως το είχα ακούσει μικρός από τους γέροντες πρόσφυγες. Έψαχνα και έβρισκα κάποιους δίσκους γραμμοφώνου σε συλλέκτες και παλιότερους συναδέλφους και από εκεί μάθαινα κάποια τραγούδια. Με την εμφάνιση του CD επανακυκλοφόρησε όλο το διασωθέν ρεμπέτικο ρεπερτόριο και άκουσα πάλι τα τραγούδια που άκουγα στα παιδικά μου χρόνια από τους προσφυγες.

Πότε έκανες το πρώτο σου δίσκο;

_Ήταν το 1980. Είχαμε συστήσει με άλλους συναδέλφους το ‘’Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης’’ και παίζαμε σε διάφορα μαγαζιά και ήμασταν κάπως γνωστοί. Μας ανακάλυψε η δισκογραφική εταιρεία  Μusic Box που μας έφερε στην Αθήνα και κυκλοφορήσαμε τον πρώτο μας δίσκο. Αργότερα με την ίδια εταιρεία κάναμε άλλους δύο δίσκους.

*Από ότι θυμάμαι μετά το ‘80 τα ρεμπέτικα γνώρισαν μια πρωτοφανή άνθιση και ειδικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Κατά τη δική εκτίμηση, τι ήταν αυτό που έκανε πάνω από τριακόσιες ταβέρνες σ’ ολόκληρη την Ελλάδα να βάλουν ρεμπέτικες κομπανίες καθώς επίσης να κυκλοφορήσουν δεκάδες νέοι δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια. Πως απότομα ο κόσμος στράφηκε προς το ρεμπέτικο και κυρίως η νεολαία που δεν το ήξερε καθόλου;

* Εκτός του ότι είχε κορεστεί και είχε κουράσει το σκυλάδικο, στα ρεμπετάδικα ακούγονταν τραγούδια που δεν παιζόταν πουθενά αλλού, μόνο εκεί έβρισκες αυτό ρεπερτόριο που αρέσει σε πολύ κόσμο. Όπως προείπα, οι παλιές ηχογραφήσεις στο γραμμόφωνο είχαν χαθεί και ο κόσμος γνώρισε τα ρεμπέτικα μέσα από τους νέους καλλιτέχνες. Τη ‘’Γυφτοπούλα’’ του Μπάτη, ο πολύς κόσμος το έμαθε από το Γκολέ, τα ΄΄Δακτυλίδια’’ του Μητσάκη τα έμαθε από τη Γλυκερία το ‘’Πίνω και μεθώ’’ τον ‘’Μπακαρά’’ την ‘’Προύσσα΄΄τα έμαθε από εμένα. Δεν εννοώ ότι δεν είχαν πρωτοηχογραφηθεί από άλλους αλλά οι νέα γενιά τα έμαθε από μας.

*Ειναι δύσκολο να πάιζει κάποιος ρεμπέτικα;

-Ναι, αλλά είναι και πολύ χρήσιμο, αυτός που παίζει ρεμπέτικα, παίζει ευκολότερα άλλα είδη. Μερικοί τα περιφρονούν αλλά όταν ανακαλύπτουν την αξία τους τα μελετούν με πάθος! Ένας φίλος μου μπουζουκσής από τους καλύτερους, ίσως ο καλύτερος της Θεσσαλονίκης ο Βαγγέλης ο Λιόλιος όταν κατάλαβε την αξία του ρεμπέτικου άρχισε να μελετά ώρες ατελείωτες. Έφτιαξε τρίχορδο μπουζούκι, προσαρμόστηκε στον αφαιρετικό τρόπο παιξίματος και έχει γίνει αξεπέραστος δεξιοτέχνης. Το ρεμπέτικο παίξιμο σου δίνει επί πλέον πράγματα που σου είναι χρήσιμα να τα αξιοποιήσεις και σε άλλα κομμάτια.

* Από τους παλιούς δημιουργούς του είδους σου ποιους θεωρείς πιο αξιόλογους;

Τον Τούντα, τον Παπάζογλου, τον Περιστέρη, τον Κώστα Καρύπη και το Κώστα Σκαρβέλη που σχεδιάζω να κάνω στο μέλλον ένα ολόκληρο δίσκο με δικά του τραγούδια .

*Ποιά είναι η πρώτη σου επαφή με την Αθήνα;

Ήταν το 1981 που συμμετείχα στο σχήμα της ταβέρνας του ‘’Σαμπάνη’’ στον Άγιο Λουκά.

*Ήταν τότε που έκανε το πρόγραμμα ο Γιώργος ο Παπαδάκης;

-Ναι, τη δεύτερη χρονιά που είχε λαϊκά, δημοτικά και ρεμπέτικα μαζί. Μάλιστα εκεί πρωτοτραγούδησα και δημοτικά. Με συνόδευε ο Κυριάκος Κωστούλας στο κλαρίνο και ο Αλέκος Αραπάκης στο βιολί.

*Σου άρεσαν τα δημοτικά;

Τρελαίνομαι εξίσου με τα ρεμπέτικα. Είναι δύο είδη που είναι ελληνικά και δεν θα πεθάνουν ποτέ. Αν αυτά τα δύο μουσικά είδη είχαν τις ευκαιρίες που έχει το σύγχρονο και το ξένο τραγούδι θα είχαν εκτοπίσει όλα τα σκυλάδικα αλλά και τα ξένα τραγούδια. Η μουσική αυτή έρχεται από την Αρχαία Ελλάδα και υπάρχει μέσα στο DNA του Έλληνα και τον ακολουθεί.

* Ο κόσμος όμως ακούει άλλα πράγματα που σημαίνει ότι αυτά τον ευχαριριστούν.

– Όχι. Είμαι σίγουρος ότι δεν τον εκφράζουν με τίποτα, αλλά δεν έχει άλλη επιλογή αφού όλη την ημέρα τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις αυτά παίζουν και μάλιστα τα παρουσιάζουν και με μεγαλοπρέπεια λες και πρόκειται για κάτι σοβαρό.

*Γιατί δεν δίνουν την ίδια προβολή στα δημοτικά και τα ρεμπέτικα;

_Όπως ξέρεις Γιάννη, τη μερίδα του λέοντος στην ελληνική δισκογραφία κατέχουν οι πολυεθνικές δισκογραφικές που όχι δεν νοιάζονται για το ελληνικό τραγούδι αλλά μάλλον το αντίθετο. Εκτός αυτού εμείς εκπροσωπούμε κάτι το ουσιαστικό και το σοβαρό, ποτέ δεν θα γίνουμε χαζοχαρούμενοι στα πρωινάδικα των τηλεοράσεων. Ούτε θα φορέσουμε περουκίνι και παπιγιόν και γραβάτα να παρουσιάσουμε το έργο μας στις μεγάλες πίστες όρθιοι. Ούτε θα αλλάξουμε το ονομά μας για να εντυπωσιάσουμε… Πλούταρχος σου λέει, Μιθριδάτης και άλλες αηδίες.

*Δηλαδή δεν θα σου άρεσε να παίζεις και τραγουδας όρθιος;

Φυσικά όχι. Δεν θα φτιάξω κοστούμι και γραβάτα για να παίξω και να τραγουδήσω. Όρθιοι μόνο κατ’ ανάγκη παίζουμε μόνο στους γάμους όταν συνοδεύουμε τη νύφη στην εκκλησία. Και με την ευκαιρία να πω ότι δεν μπορώ ποτέ να διανοηθώ τραγουδιστή που να μην παίζει κάποιο όργανο.

* Όμως Αγάθωνα όλοι αυτοί οι τραγουδιστές που αποδοκιμάζεις, λυμαίνονται τα καλύτερα μαγαζιά και έχουν αντίκρυσμα που το εξαργυρώνουν ακριβά.

-Το βλέπω Γιάννη και πικραίνομαι. Όχι γιατί φτάνουν οικονομικά ψηλά και σε σύντομο χρονικό διάστημα και πρωτόβγαλτοι με ένα δισκάκι καταλαμβάνουν τις πίστες που κάποτε πατούσαν χιλιοκαταξιωμένοι γίγαντες αλλά διότι τους παρέχονται όλες οι ανέσεις και από πλευράς παραγωγής δισκογραφίας και από πλευράς προβολής.

*Από πλευράς ενορχήστρωσης πως τα βλέπεις τα τραγούδια τους;

-Απαίσια. Διακρίνω βέβαια ότι παίζουν καλοί μουσικοί αλλά σε άχαρα ακούσματα που κυριαρχεί ο ρυθμός και τα διάφορα κρουστά που απεχθάνομαι όταν γίνεται υπερβολική τους χρήση. Βλέπεις σε μεγάλα μαγαζιά δύο ντράμερ και ένα κρουστό που πολλές φορές βγαίνει και μπροστά και παριστάνει το σολίστα. Πρώτη φορά είδα σολίστ τουμπερλέκι!

* Μου τα ΄χε πει και ο Κόρος Αγάθωνα ‘’Να σταματήσουμε εμείς να σολάρουν τα τουμπερλέκια’’!

-Μα ο Κόρος είναι γνώστης και των παλιών καταστάσεων και στα νεότερα είναι μέσα. Και σαν ανάφερες το όνομα του μεγάλου αυτού δασκάλου θέλω να αναφέρω ότι είμαι υπερήφανος που συνεργάστηκα με καλλιτεχνικές προσωπικότητες (είτε σε δισκογραφία, είτε σε τηλεόραση είτε σε live) όπως το Γιώργο Κόρο, το Βασίλη Σούκα το Βασίλη Σαλέα) και άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι που τους άκουγα από παιδάκι αποτελούσαν για μένα μυθικά πρόσωπα που ήταν όνειρο ζωής το να παίξω μια φορά μαζί τους, το θεωρώ τιμή και καταξίωση Γιάννη.

*Έχεις πάει ποτέ να διασκεδάσεις σε κλαρινάδικο;

– Στο ρεπό ανέκαθεν μόνο εκεί πάω εδώ και πολλά χρόνια. Εντωμεταξύ έχω γνωριστεί και έχω αναπτύξει μεγάλη φιλία με τους περισσοτέρους.

*Ποιους ακούς πιο πολύ;

-Από τους παλιότερους ακούω τους αξεπέραστους Γιώργο Παπσιδέρη, Γεωργία Μητάκη και από μουσικούς πεθαίνω γαι το Γιαούζο και τον Καρακώστα αλλά και τον Ανεστόπουλο και το Σαλέα (τον Παλιό).

Βλέπω δίνεις βαρύτητα στους σολίστες.

Την μεγαλύτερη και ως επαγγελματίας πάντα δηλώνω μουσικός (που έτυχε και να τραγουδάει) και όχι τραγουδιστής. Δεν θα το πιστέψεις ότι θα καμάρωνα ιδιαίτερα να ήμουν ένας Καρακώστας παρά ένας αντίστοιχος τραγουδιστής.

*Ποιός σε μύησε στα κλαρίνα;

-Κανένας. Από μικρός άκουγα αυτή τη μουσική αλλά επειδή ασχολούμαι με το ρεμπέτικο δεν έχω το χρόνο να τη μελετήσω όσο θα ήθελα. Έχω όμως όλη τη δισκογραφία του καλού δημοτικού και όταν κάνω μεγάλα ταξίδια βρίσκω την ευκαιρία και τους ακούω. Μάλιστα θα ήθελα κάποια στιγμή να τραγουδήσω σε ένα δίσκο παραδοσιακά. Όχι βέβαια ότι δεν υπάρχουν τραγουδιστές και θα τα πω καλύτερα αλλά μ αρέσουν.

Πρέπει όμως να αναφέρω ότι η γνωριμία μου και κατόπιν μεγάλη φιλία με το Βασίλη Σούκα ήταν η αφορμή που επισκεπτόμουν τα δημοτικά μαγαζιά συχνότερα.

*Γνώριζες το Βασίλη;

-Ναι και το Βασίλη και το Βαγγέλη. Μεγάλοι καλλιτέχνες . Αξίζει να σου πω ότι από τότε που συναναστράφηκα με το Βασίλη Σούκα και πήγαινα στο μαγαζί του να ακούσω τον Καρναβά κι άλλους μεγάλους του είδους άρχισα να φοράω κοστούμι και γραβάτα, διότι είχα παρατηρήσει ότι όλοι οι δημοτικοί που έρχονταν να με ακούσουν ήταν ντυμένοι με κοστούμι και γραβάτα ενώ εμείς πηγαίναμε όπως να ‘ναι. Έχω περάσει μοναδικές βραδιές σ’ αυτά τα μαγαζιά. Πολλές φορές πηγαίνω στον ‘’Έλατο’’ ή στα ‘’Αγρίμια’’ να ακούω το Γιάννη Κωνσταντίνου. Πρόκειται για αξεπέραστο καλλιτέχνη και εξαιρετικό φίλο.

*Από ότι βλέπω τους γνωρίζεις όλους;

-Ναι, είναι όλοι αξιόλογοι τραγουδιστές καλύτεροι από του υπάρχοντες λαϊκούς. Ο Σκαφίδας, η Κολλητήρη, η Πυργάκη, η Τασία Βέρρα, ο Κάβουρας, (ο Στάθης όχι ο Γιώργος Κάβουρας ο ρεμπέτης)

*Αυτός έχει πεθάνει χρόνια τώρα.

Το αναφέρω διότι διάβαζα μια μέρα στο ”Δίφωνο”  που έλεγε κάποιος μουσικός ότι ακούει τα δημοτικά τραγούδια από τη μεγάλη φωνή του Ηρακλή Παπασιδέρη. Ούτε τό όνομα δεν ήξερε. Κάτι αντίστοιχο άκουσα σε μια εκπομπή για το μεγάλο Γιώργο Κάβουρα που έλεγε ωραία δημοτικά!

Ο Κάβουρας λέγεται Στάθης και ο Παπασιδέρης λεγόταν Γιώργος και ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας τραγουδιστής.

*Στην κατηγορία του Καζαντζίδη;

-Τον αδικείς, τι σχέση έχει ο Παπασιδέρης με τον Καζαντζίδη.

*Τι συγγενικό βρίσκεις μεταξύ ρεμπέτικου και δημοτικού;

– Ίδια βιώματα με διααφορετική ρυθμική, διότι το ένα είδος είναι χορός της υπαίθρου και των μεγάλων χώρων και χορεύεται αλλιώς ενώ το ρεμπέτικο είναι χορός του τεκέ και των κλειστών χώρων και διαθέτει άλλους ρυθμούς και άλλη θεματολογία. Η μουσική τους δομή όμως είναι ίδια.

*Φέτος εμφανίζεσαι στο Χάραμα της Καισαριανής με τη Γλυκερία, τη Σοφία Παπάζογλου τον Πέτρο Ίμβριο και το Νίκο Καραγιάννη, ποιος πρότεινε αυτή την συνεργασία;

-Ο Στέλιος Φωτιάδης που είναι ο παραγωγός των τριών τελευταίων μου δίσκων.

*Πόσους δίσκους έχεις κάνει;

Έχω τρεις με την Music Box και τέσσερις με την Eros έναν με την Αθηναϊκή Δισκογραφική με τραγούδια του Βασίλη Νούσια και έχω συμμετοχές σε δίσκο των Πυξ Λαξ και σε ένα δίσκο του Αντώνη Τουρκογιώργη.

*Πως βλέπεις το κοινό της Αθήνας σε σχέση με αυτό της Θεσσαλονίκης που το γνωρίζεις περισσότερο;

Καθώς ξέρεις, υπάρχει νοητή διαμάχη μεταξύ Βορείων και Νοτίων και έχει ποδοσφαιροποιηθεί το πράγμα! Δεν διστάζω όμως να σου πω ότι το κοινό της Αθήνας είναι πιο ενημερωμένο από της Θεσσαλονίκης. Διότι έχει κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδος και κυκλοφορούν περισσότερα ακούσματα. Στη Θεσσαλονίκη αυτή τι στιγμή επικρατεί και στα μικρά αλλά στα μεγάλα μαγαζιά το σκυλάδικο τραγούδι. Εδώ τουλάχιστον υπάρχουν μικρά μαγαζιά που διαφοροποιούνται από το ρεύμα της εποχής. Μια άλλη έλλειψη στη Θεσσαλονίκη είναι αυτή των δημοτικάδικων που λείπουν από τη πόλη. Κάποτε λειτουργούσαν πέντε-έξι μαγαζιά και σήμερα κανένα με αποτέλεσμα να μη ακούγεται πουθενά αυτό το είδος. Θυμάμαι παλιά σε αυτά τα μαγαζιά ερχόταν το συγκρότημα του Γκιουλέκα από ατα Γρεβενά, επίσης του Γιάτζου και του Μανώλη του Παπαγεωργίου που ήταν φοβεροί κλαρινίστες, ο Τρομάρας κ.α.

*Φέτος δεν είχες πρόταση στη Θεσσαλονίκη;

-Είχα, ποτέ δεν έχω μείνει από δουλειά, αλλά αν έχω μία στη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα έχω δέκα κάθε χρόνο.

*Πόσα χρόνια έχεις να εργαστείς ολόκληρη σεζόν στην Αθήνα;

-Όπως ξέρεις το Πάσχα κατεβαίνω για ένα μήνα κάθε χρόνο στην Αθήνα, (συνήθως στα ‘’9/8’’) αλλά ολόκληρη σεζόν έχω να κάνω 13 χρόνια.

*Οι Αθηναίοι σε αγαπούν πολύ, ξέρουν και τραγουδούνε όλα σου τα τραγούδια και δεν σε σε θεωρούν επισκέπτη, σε νιώθουν δικό τους άνθρωπο;

-Ναι έτσι νιώθω και εγώ, το μόνο είναι που μου λείπει η οικογένεια μου.

*Μου ‘χεις πει ότι ο γιος σου πάει στο Μουσικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Θέλεις να γίνει μουσικός;

-Θέλω να γίνει ότι επιθυμεί αυτός. Βλέπω όμως ότι έχει ταλέντο και δεν θα τον αποθαρρύνω από τη μουσική. Παίζει πιάνο και κιθάρα ως κύρια όργανα και ως όργανο επιλογής το λαούτο και είναι ο λαουτιέρης του Γυμνασίου.

* Του έχεις φτιάξει δικό του λαούτο;

-Ναι ένα ωραίο όργανο. Άλλωστε στο σπίτι υπάρχουν πάνω από 30 όργανα όλων των ειδών.

*Τόσα πολλά;

Ναι, μπορεί να στερηθώ οτιδήποτε προκειμένου να αποκτήσω ένα καλό όργανο.

* Η γυναίκα σου τι λέει για όλα αυτά;

-Δεν με εμποδίζει σε τίποτα

*Εργάζεται

-Ναι είναι αρχιτέκτων.

*Επομένως δεν σε έχει ανάγκη οικονομικά!

Τελευταία ερώτηση, από τους λαϊκούς τραγουδιστές ποιοί σε συγκινούν;

-Δεν πρωτοτυπήσω να πω ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Γλυκερία με την οποία λόγω της συνεργασίας μας μου δόθηκε η ευκαιρία να την γνωρίσω και από κοντά και διαπίστωσα ότι έχει μεγάλες δυνατότητες. Μεγάλες φωνές είναι η Χάρις Αλεξίου και η Ελένη Βιτάλη αλλά το ρεπερτόριο που πραγματεύονται τελευταία δεν μου αρέσει και νομίζω ότι τις αδικεί.

Oι φωτογραφία με το Γιάννης Μητρόπουλο και το Βασίλη Νούσια τραβήχτηκε το Δεκέμβριο του 2000 στα γραφεία της Αθηναϊκής Δισκογραφικής.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2000 ΑΘΗΝΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ