αδεια ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μουσικοί και τραγουδιστές, ανυπόληπτο επάγγελμα από την αρχαιότητα

Μέχρι το 2005 για να εργαστείς ως μουσικός ή τραγουδιστής έπρεπε να να εφοδιαστείς με ειδική άδεια εργασίας από την Ασφάλεια, όμοια με αυτή που απαιτείτο για την εξάσκηση του επαγγέλματος της πόρνης αλλά και της σερβιτόρας των μπάρ.

Τέτοια άδεια έχω και εγώ ο γράφων που εργαζόμουν ως τραγουδιστής σε μεγάλο κοσμικό κέντρο. Αν δεν είχες αυτή την άδεια εκτός από σένα, σοβαρές ποινικές συνέπειες είχε και ο εργοδότης γι αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να την προμηθευτούμε από την Γενική Ασφάλεια με την προσκόμιση του ποινικού μας μητρώου.

Οι καλλιτεχνικές ενώσεις είχαν διαμαρτυρηθεί κατ’ επανάληψη στις Αρχές αλλά δεν καταργείτο και εφαρμοζόταν έως το 2005 που με πρωτοβουλία του βουλευτή Γιάννη Δημαρά (του γνωστού δημοσιογράφου) κατατέθηκε νόμος που ήρε την διάταξη αυτή.

Ντροπή και ταπείνωση ένιωθαν οι καλλιτέχνες που κάθε τόσο έπρεπε να καταφεύγουν στην Ασφάλεια για την ανανέωση της αδειάς τους. Φανταστείτε μια καταξιωμένη και δημοφιλή τραγουδίστρια πως ένιωθε που είχε την ίδια άδεια με μια κοινή.

Αν ανατρέξουμε όμως στο παρελθόν θα παρατηρήσουμε ότι εν μέρει η κατηγοριοποίηση αυτή ήταν δικαιολογημένη, διότι μουσική και υπόκοσμος ήταν πολλές φορές κοντά.

Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τους παλιούς ρεμπέτες που στην πλειοψηφία τους είχαν φυλακιστεί και εξοριστεί από τον Μεταξά.

Για να είμαστε ειλικρινείς όμως, δεν διώχθηκαν μόνο για τον άσεμνο βίο τους, αυτό ήταν πρόσχημα, αλλά για τα τραγούδια τους που καταφέρονταν κατά του Συστήματος.

Η προπολεμική δισκογραφία περιορίζεται στα δημοτικά μας τραγούδια, τα ελαφρά της παλιάς Αθήνας και στα ρεμπέτικα. Το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα, μετά το 1950 εξελίχθηκε το ρεμπέτικο σε λαϊκό και ακολούθησε το λόγιο τραγούδι των μορφωμένων συνθετών. Τα ρεμπέτικα πριν την εμφάνιση του Μάρκου Βαμβακάρη (που είναι κυριολεκτικά ο στυλοβάτης του λαϊκού τραγουδιού διότι είναι ο πρώτος που έγραψε μεγάλο αριθμό νέων τραγουδιών και πρωτοστάτησε στη δημιουργία του νεοελληνικού τραγουδιού) είχαν ως θεματολογία τους μάγκες, τα μαχαίρια, τα νταϊλίκια και τα κατορθώματα της φυλακής γι αυτό και οι εκπρόσωποι του θεωρήθηκαν περιθωριακά άτομα.

Με το ερχομό των Μικρασιατών τραγουδιστών και συνθετών το ελληνικό τραγούδι εξευγενίστηκε και πήρε το γνωστό δρόμο. Με αφορμή λοιπόν τα ρεμπέτικα των τεκέδων, των ναργιλέδων και των φυλακών οι μουσικοί ήταν στο στόχαστρο. Μόνο αυτοί του δημοτικού τραγουδιού που δούλευαν σε γάμους βαπτίσεις και πανηγύρια ήταν κάπως κοινωνικά αποδεκτοί.

Μέχρι το 1970, το επάγγελμα των τραγουδιστών και των μουσικών ήταν της πείνας, σαν ‘’του κυνηγού και ψαρά το πιάτο που δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο’’ γι αυτό όλοι σχεδόν οι μουσικοί έκαναν και δεύτερη δουλειά. Ο Βαμβακάρης π.χ. παρά την μεγάλη του δόξα εργαζόταν ως εκδορέας (γδάρτης) στα Δημοτικά Σφαγεία. Έτσι ήταν περισσότεροι καλλιτέχνες της μουσικής και στην Αθήνα αλλά και στη επαρχία. Μετά το 1970 που ανέβηκε κάπως το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων καθιερώθηκε αποκλειστικό το καλλιτεχνικό επάγγελμα. Πρίν 43 χρόνια που ξεκίνησα ως τραγουδιστής, ένας παλαίμαχος μουσικός μου είπε “Μην τύχει και πας να ζητήσεις καμιά κοπέλλα (από τον πατέρα της) και πείς ότι είσαι τραγουδιστής, διότι εκτός του ότι δεν θα στην δώσουν, θα σε πάρουν και στο ψιλό’’! Αυτή ήταν η θέση και η υπόληψη των μουσικών και τραγουδιστών διότι εκτός του ότι συναναστρέφονταν με ανθρώπους της νύχτας και καμιά φορά και του υποκόσμου, δεν είχαν και καμιά ιδιαίτερη αμοιβή.

Μου διηγείται ένας παλιός σερβιτόρος που δούλευε το 1972 στο Φάληρο στο κέντρο ‘’Αδυναμία’’ του Λευτέρη Ψιλόπουλου ότι ένα σερβιτόρος έβγαζε τουλάχιστον τα διπλά χρήματα από το πρώτο όνομα. Ελάχιστοι ήταν οι τραγουδιστές που άγγιζαν το Χιλιάρικο, μετρημένοι στα δάκτυλα. Συνήθως 300-500 δραχμές ήταν τα μεροκάματα των τραγουδιστών τότε διότι στα εργοστάσια το μεροκάματο ήταν μόλις 100 δραχμές. Οι εργάτες όμως των άλλων κλάδων εκτός του ότι είχαν καθημερινή εργασία, είχαν υπερωρίες δώρα, άδειες, επιδόματα και κυρίως ένσημα και έτσι ξεπερνούσαν το εισόδημα του τραγουδιστή εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Όσο όμως ανέβαινε η οικονομία της χώρας και η Αθήνα όπως και οι άλλες μεγάλες πόλεις κατακλύζονταν από τους εσωτερικούς μετανάστες που ήταν διψασμένοι για διασκέδαση, ανέβαινε και το κασέ των καλλιτεχνών, προ παντός των τραγουδιστών που αν είχαν και δισκογραφική επιτυχία απαιτούσαν ολόκληρη την είσπραξη. Τα μαγαζιά με ζωντανή μουσική ήταν πολλά και απασχολούσαν και τραγουδιστές που δεν είχαν δισκογραφία. Κάποιοι μάλιστα και απ’ αυτούς είχαν πολύ υψηλό κασέ διότι τραγουδούσαν καλά και προσέλκυαν πολύ κόσμο. Αν αφαιρέσει κανείς τα δέκα γνωστά μεγάλα κέντρα της παραλίας, τα υπόλοιπα δούλευαν με τραγουδιστές που άντε να είχαν κάνει ένα 45αρι δισκάκι (και ήταν γνωστοί από ένα και μόνο τραγούδι τους) και με τραγουδιστές χωρίς δισκογραφία. Μετά το 1980 που είμαστε ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απορροφήσαμε τα Μεσογειακά Προγράμματα, τα πακέτα Ντελόλ και συνεχίσαμε την ευμάρεια μας με απανωτά δάνεια τα μπουζουκσίδικα και οι τραγουδιστές ‘’απογειώθηκαν’’ οικονομικά και εκεί που τους είχαν για λύπηση απόκτησαν πρωτοφανή αίγλη και κύρος αφού πρίν τη χρεοκοπία της χώρας μας υπήρχαν σε νυχτερινά κέντρα των Αθηνών που έδιναν μεροκάματα ακόμη και 25.000 ευρώ τη βραδιά, που μάλιστα συνοδευόταν και με γενναίες προκαταβολές.

Τιποτένια ανθρωπάκια στην πλειοψηφία τους, άξεστοι και αγράμματοι, πρωτοστατούσαν σε όλα τα κοινωνικά δρώμενα και πολλοί από αυτούς προσκλήθηκαν από πολιτικά κόμματα να πολιτευτούν!

Η δύναμη των σουξέ και της τηλεόρασης κατέστησε τους καλλιτέχνες ως μεγάλες προσωπικότητες και εισέπραξαν την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου στο έπακρον. Έβλεπες καταξιωμένους επιστήμονες, πολιτικούς, και πετυχημένους επιχειρηματίες να περιμένουν στην ουρά να πάρουν αυτόγραφο από τα ινδάλματα της Τέχνης που στην πλειοψηφία τους ήταν δισκογραφικά κατασκευάσματα και τίποτε το ουσιαστικό. Οι πραγματικοί δημιουργοί και εν γένει καλλιτέχνες σπανίως ήταν στο προσκήνιο. Πάντα στη δεύτερη γραμμή ήταν και πίσω από από συμβιβασμένους μέτριους. Με ισχυρό όπλο την αναγνωρισιμότητά τους και την επωνυμία τους πολλοί τραγουδιστές ξέπλεναν τη Χούντα αλλά και άλλες Κυβερνήσεις με τα γνωστά σοβαρά ανταλλάγματα (επιχορηγούμενες από φορείς του Δημοσίου συναυλίες, τηλεοπτικά αφιερώματα από τα κρατικά κανάλια και κάθε είδους ασυλία, μέχρι και φοροαπαλλαγή). Όλοι αυτοί οι αετονύχηδες βρέθηκαν με πανάκριβα αυτοκίνητα, σπίτια, κότερα κλπ. και ποτέ δεν τους έγινε ένας φορολογικός έλεγχος.

Η επαγγελματική τους συμπεριφορά συνήθως είναι ανεκδιήγητη. Σε μια Γενική συνέλευση των τραγουδιστών είχε πει ο Γιάννης Δημητράς: <‘Εμείς οι καλλιτέχνες οι τάχα άνθρωποι του πνεύματος της μουσική και της ποίησης ξεπερνάμε κάθε υποκρισία διότι όταν πρόκειται για λεφτά γινόμαστε οι πιό άγριοι άνθρωποι>. Η δήλωσή του βέβαια δεν άρεσε καθόλου στα μεγάλα ονόματα που τον αγριοκοίταξαν και έκαναν ότι δεν το άκουσαν! Θυμάμαι επίσης σε μια Συνέλευση πάλι των τραγουδιστών, ο συγχωρεμένος ο Μιχάλης ο Μενιδιάτης είχε πεί: ‘’Ούτε σε σωματείο λατζέρηδων δεν υπάρχει τέτοια συμπεριφορά!’’

Έτσι κάπως είναι, λίγοι είναι οι καλλιτέχνες που αντιπροσωπεύουν και σέβονται το λαμπερό όνομά τους, οι υπόλοιποι είναι αξιολύπητα ανθρωπάκια που δε διστάζουν ακόμη και ως ψευδομάρτυρες να καταθέτουν σε δικαστήρια εναντίον συναδέλφων τους διότι το απαιτεί το Σύστημα που τους διατηρεί.

Αν κάποιος δημοσιογράφος που έχει τα κότσια ερευνήσει τη επαγγελματική συμπεριφορά της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών και την φέρει στην επιφάνεια θα απογοητεύσει πολύ κόσμο και θα καταρρεύσουν πολλά ‘’ινδάλματα’’!

Θα παραθέσω ένα μόνο παράδειγμα: Από μια κρατικοδίαιτη συναυλία που ο τραγουδιστής την χρέωνε  40.000 ευρώ, οι 6 μουσικοί έπαιρναν (όλοι μαζί) 1000 ευρώ!

Και δεν αναφέρομαι σε συναυλίες εντός Αθηνών αλλά σε πάνω από 300 και 500 χιλιόμετρα αποστάσεις. Ο κάθε μουσικός έπαιρνε 150 ευρώ καμμιά φορά και 200, ενώ τραγουδιστής ξεπερνούσε τα 10 και 15 χιλιάδες ευρώ. Πριν το 1960 που δεν υπήρχε μεροκάματο και η ορχήστρα αμοιβόταν μόνο από τη ”χαρτούρα”, μουσικοί και τραγουδιστές έπαιρναν όλοι το ίδιο μερίδιο. Πως απότομα οι τραγουδιστές πολλαπλασίασαν την αμοιβή τους τόσο και εκμεταλεύονται τους συναδέλφους τους. Και το ώραίο είναι ότι όλοι αυτοί βγαίνουν στη τηλεόραση και μεταξύ των άλλων δηλώνουν ευαίσθητ0ι, εύσπλαχνοι και προπάντων ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ!

Η παραβατική συμπεριφορά των καλλιτεχνών της μουσικής ξεκινά από την αρχαιότητα και επ’ αυτού θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του λόγιου Σμυρνιού συγγραφέα Στέλιου Σεφεριάδη (πατέρα του ποιητού Γιώργου Σεφέρη) που αναφέρει: ”ότι οι ιερείς  της εποχής εκείνης για τη καλύτερη διάδοση του Χριστιανικού Κηρύγματος και την προσέλκυση κόσμου στις εκκλησίες σκέφθηκαν να χρησιμοποιήσουν μουσική, στην αρχή μόνο χορωδίες και στη συνέχεια μαζί με ορχήστρες ώστε να γίνει η λειτουργία πιο ελκυστική. Επειδή δεν διέθεταν τους ανάλογα εκπαιδευμένους λειτουργούς κατέφυγαν στους λαϊκούς οργανοπαίκτες της ταβέρνας και των πανηγυριών γιατί δεν υπήρχαν άλλοι. Έτσι πρωτομπήκε η μουσική στις Χριστιανικές εκκλησίες. Αλλά οι μουσικοί αυτοί ως πρόσωπα ήταν αισχρά και ανήθικα. Σκεφθείτε ότι τα δικαστήρια της τότε εποχής δεν δεχόταν ούτε τη μαρτυρία ούτε τον όρκο των μουσικών και κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο ήταν εκτός νόμου. Και όπως ήταν φυσικό οι μουσικοί αυτοί ασχημονούσαν μέσα στις αίθουσες του κηρύγματος και της προσευχής γι αυτό διώχθηκαν από τους ιερούς χώρους της νέας θρησκείας, με φυσική συνέπεια να απαγορευτεί η χρήση μουσικών οργάνων  στους ορθόδοξους ναούς για τους αιώνες που ακολούθησαν. Φαίνεται πως η αγανάκτηση που προκάλεσαν στο κόσμο οι μουσικοί εκείνοι ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν περίπου η εποχή που οι Εβραίοι αποχωρούσαν από το Χριστιανισμό διότι καταργούσε το Μωσαϊκό Νόμο και μόνο Έλληνες και Ρωμαίοι απέμειναν να  γνώριζαν τη μουσική των ιερέων τους. Τότε ακριβώς σημειώνεται και η οικειοποίηση της μουσικής Ελληνικού Ιερατείου της εν χρήσει στο σοβαρό θέατρο.”

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ