Ήχοι και μελωδίες από τα βάθη της Μικρασίας, απ’όλες τις άκρες της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, τραγούδια που επέζησαν στο διάβα των αιώνων μέσω της προφορικής παράδοσης, στη σημερινή εποχή του σαρωτικού “εκσυγχρονισμού” και της τυποποίησης της τέχνης, θα είχαν, χωρίς αμφιβολία, εξαφανιστεί και χαθεί για πάντα.Τη διάσωση ενός μεγάλου μέρους της μουσικής μας παράδοσης χρωστάμε στη Μέλπ
ω Μερλιέ και στους συνεργάτες της, από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
Η ενασχόληση της Μέλπως Μερλιέ με το δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή μουσική άρχισε από το 1922. Εκείνο το διάστημα παρέμενε στο Παρίσι, όπου είχε μεταβεί από το 1919 για να παρακολουθήσει μαθήματα μουσικολογίας.
Η σχέση της, βέβαια, με τη μουσική είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Ήδη από τα μαθητικά της χρόνια, όταν έμενε με την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη, πήρε τα πρώτα της μαθήματα στο πιάνο από τη Σοφία Σπανούδη. Λίγα χρόνια μετά, γύρω στα 1910, έφυγε για την Ευρώπη και, μετά από τρία χρόνια μουσικών σπουδών στη Γενεύη, τη Δρέσδη και τη Βιέννη επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1919 αφήνει και πάλι την Ελλάδα, με προορισμό αυτή τη φορά το Παρίσι. Εκεί ξεκίνησε σπουδές μουσικολογίας με τον καθηγητή Αντρέ Πιρό, ενώ παράλληλα εργαζόταν στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης, ως βοηθός του καθηγητή Υμπέρ Περνό.
Στο διάστημα αυτό της παραμονής της στο Παρίσι, το ενδιαφέρον της είχε αρχίσει να επικεντρώνεται γύρω από τη βυζαντινή μουσική και το δημοτικό τραγούδι. Το καλοκαίρι του 1922 επισκέφτηκε τα χωριά Κεφαλόβρυσο Τριχωνίδας και Αρτοτίνα Δωρίδας και κατέγραψε τους στίχους και τη μουσική 66 τραγουδιών της Ρούμελης.
Το υλικό που συνέλεξε από την έρευνα αυτή εκδόθηκε σε αυτοτελή τόμο από το Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων το 1935 με τίτλο “Τα τραγούδια της Ρούμελης”. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Μέλπω Μερλιέ δημοσίευσε τους στίχους των τραγουδιών ακριβώς όπως τα τραγουδούσαν τότε στη Ρούμελη, αναδεικνύοντας όλη την ομορφιά του γλωσσικού ιδιώματος χωρίς περιστροφές και σεμνοτυφίες. Άλλωστε η ίδια έγραφε στη δημοτική, με λόγο ιδιαίτερα ζωντανό και απλό, ακόμα και με τα σημερινά κριτήρια.
Στην Αθήνα επέστρεψε οριστικά το 1925, μαζί με το σύζυγό της (από το 1923) Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος προσλήφθηκε ως καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Τέσσερα χρόνια μετά, η Μέλπω δέχτηκε την επίσκεψη του πρώην καθηγητή της Υμπέρ Περνό, ο οποίος της πρότεινε να συνεργαστούν για την ηχογράφηση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Ο Περνό ήταν διευθυντής στο “Μουσείο του Λόγου” και του “Ινστιτούτου Φωνητικής” στο Παρίσι και μέσω αυτών είχε μόνιμη συνεργασία με τον Οίκο Πατέ για ηχογραφήσεις.
Η πρόταση του Περνό, βέβαια, βρήκε τη Μέλπω Μερλιέ απόλυτα σύμφωνη και, προκειμένου να πετύχουν καλύτερο σχεδιασμό και οργάνωση του εγχειρήματος, απευθύνθηκαν σε επιφανή πρόσωπα της εποχής, όπως η Πηνελόπη Δέλτα, ο Ιωάννης Αθανασάκης και ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος. Τότε ιδρύθηκε ο Σύλλογος Δημοτικών Τραγουδιών, που αργότερα μετονομάστηκε σε Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο και ενσωματώθηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
Το βασικό μέλημα της Μέλπως Μερλιέ ήταν να κατορθώσει να σώσει, όσο ήταν δυνατό, τη μουσική παράδοση της Μικρασίας που μετέφεραν οι πρόσφυγες της Καταστροφής του ΄22. Στο βιβλίο της “Η Μουσική Λαογραφία στην Ελλάδα” (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1935), γράφει: “Η ιστορία του ελληνισμού στα 1930 χάραζε καθαρά το δρόμο της στη λαογραφία. Ύστερα από την καταστροφή της Μικρασίας, και την ανταλλαγή των πληθυσμών της Μικρασίας και της Θράκης, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να σωθούν τα τραγούδια των προσφύγων που, αργά ή γρήγορα, θα χάνουνταν ή θ’ αφομοιώνουνταν με τα εντόπια.”
Η ηχογράφηση θα γινόταν από τεχνικούς του Οίκου Πατέ. Μετά από πολλές προσπάθεις των μελών του Συλλόγου Δημοτικών Τραγουδιών η κυβέρνηση ανέλαβε την χρηματοδότηση, μίας και μοναδικής όμως, ηχογράφησης.
Η εργασία αυτή, ιδιαίτερα με τα δεδομένα της εποχής, ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Με τον συνεργάτη της Δ. Λουκόπουλο, η Μέλπω άρχισε την καταγραφή των τραγουδιών των προσφύγων, ιδιαίτερα αυτών που προέρχονταν από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Παράλληλα αναζητούσαν και τους κατάλληλους τραγουδιστές που θα ερμήνευαν τα τραγούδια στην ηχογράφηση.
Παράλληλα με την καταγραφή των τραγουδιών, οι δύο συνεργάτες συνέλεξαν και πληροφορίες λαογραφικού χαρακτήρα, για τις συνθήκες διαβίωσης στον τόπο προορισμού των προσφύγων, κ.λ.π. Άλλωστε και η επιλογή των τραγουδιών για την ηχογράφηση, δεν έγινε μόνο με κριτήρια αισθητικά, αλλά και με κριτήριο λαογραφικού ενδιαφέροντος.
Σημαντικότατη ήταν και η συμβολή του Ελβετού μουσικολόγου Σαμουέλ Μπο Μποβί, ο οποίος είχε αναλάβει την καταγραφή των τραγουδιών των Δωδεκανήσων, καθώς και την επιμέλεια της ηχογράφησής τους.
Η ηχογράφηση τελικώς πραγματοποιήθηκε από τις 24 Οκτωβρίου 1930 ως τις 16 Ιανουαρίου 1931 στο θέατρο “Αλάμπρα”. Ηχογραφήθηκαν συνολικά 584 τραγούδια, τα οποία χωρίζονται ως εξής: 104 του Πόντου, 79 της Καππαδοκίας, 70 των Δωδεκανήσων, 46 της Θράκης, 66 της Μακεδονίας, 41 της Ηπείρου, 29 της Θεσσαλίας, 34 της Αττικής και Βοιωτίας, 29 της Φθιώτιδας και Φωκίδας, 20 της Πελοποννήσου, 28 της Κρήτης, 66 βυζαντινά μέλη και 27 διάφορα.
Οι προσπάθειες της Μέλπως Μερλιέ, βέβαια, δεν σταμάτησαν εκεί. Μαζί με τον Δ. Λουκόπουλο συνέχισαν την καταγραφή τραγουδιών του μικρασιατικού ελληνισμού, ερευνώντας τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Με τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, κατάφερε να κάνει και μια δεύτερη ηχογράφηση, από τις 5 ως τις 17 Νοεμβρίου του 1931. Αυτή τη φορά ηχογραφήθηκαν 55 τραγούδια, όλα σχεδόν από τον Πόντο.
Το έργο της Μέλπως Μερλιέ στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών συνεχίστηκε ως το 1976. Ο όγκος των πληροφοριών που έχουν συλλέξει αυτοί οι δύο οργανισμοί, είναι σήμερα τεράστιος, και οι έρευνες των συνεργατών συνεχίζονται.
Το 1964, η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τον Οκτάβιο Μερλιέ αντεπιστέλλον μέλος της, ενώ το 1972 τίμησε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη.
(Eυχαριστούμε θερμά τον κο Mάρκο Δραγούμη και τους συνεργάτες του MΛA για το πολύτιμο υλικό που μας παραχώρησαν)