ΧΡΥΣΟ ΨΑΛΙΔΙ

Καταστροφή για κέντρα και θέατρα ο κορονοϊός

Μια λαϊκή παροιμία λέει: ‘«Ήτανε στραβό το κλήμα, ‘το ‘φαγε και ο γάϊδαρος».  Αυτό συνέβη με τη νυχτερινή διασκέδαση και εφέτος.

Από μια έρευνα του περιοδικού μας προκύπτει ότι το 1992 λειτουργούσαν στην Αθήνα πάνω από 150 κέντρα διασκεδάσεως με πλήρη ορχήστρα και φυσικά, έξι ακόμη και επτά ημέρες την εβδομάδα. Φέτος μόλις 23 μαγαζιά ξεκίνησαν για διήμερα αλλά στην πορεία τα περισσότερα περιορίστηκαν στο Σαββατόβραδο, μιας και τις Παρασκευές τα 8 στα 10 έμπαιναν μέσα.

Εκτός από την οικονομική στενότητα ο λόγος που συρρίκνωσε αυτή τη δραστηριότητα είναι και η υπερπροσφορά ψυχαγωγίας από την τηλεόραση και το ίντερνετ που μείωσε τον πόθο για την ζωντανή μουσική. Ένας ακόμη λόγος είναι η αλλοτρίωση της διασκέδασης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια που αφήνει αδιάφορο το μεγαλύτερο ποσοστό του κόσμου. Μόνο παιδιά κάτω των 25 ετών που δεν γνώρισαν τις μεγάλες δόξες της νυχτερινής Αθήνας γοητεύονται από τα σημερινά προγράμματα. Εκτός την φθήνια του Αμερικανοποιημέμου ρεπερτορίου, αυτό που απωθεί τον κόσμο από τα κέντρα είναι ο εκκωφαντικός ήχος που προσφέρουν χωρίς να μπορεί κάποιος να διαμαρτυρηθεί. Σε όποιο νυχτερινό μαγαζί να πάτε ο ήχος ξεπερνά το 100 db κάτι που είναι άκρως επικίνδυνο για τα αυτιά των θαμώνων. Για σοβαρούς ανθρώπους αυτό δεν λέγεται διασκέδαση αλλά βασανιστήριο! Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι προβλέπεται από τη νομοθεσία δίωξη του καταστηματάρχη που υπερβαίνει ό επιτρεπτό όριο έντασης του ήχου αλλά ποιός να ασχοληθεί. Προ ετών ένας αρμόδιος εισαγγελέας είχε διαμαρτυρηθεί που δεν παρατηρούνται μηνύσεις για ηχορύπανση, τη στιγμή που είναι γνωστή σε όλους η κατάχρηση που γίνεται. Στα σαράντα πέντε χρόνια που επισκεπτόμαστε (λόγω δουλειάς) τα νυχτερινά κέντρα δεν είδαμε ποτέ να διαμαρτυρηθεί κάποιος πελάτης για τη χαμηλή μουσική. Το αντίθετο συμβαίνει πάντα. Οι άνθρωποι που δουλεύουν σ’ αυτούς τους χώρους χρόνια (μουσικοί, σερβιτόροι, τραγουδιστές κ.λπ.) έχουν κουφαθεί και δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν πόσο μεγάλο κακό προκαλεί ο δυνατός ήχος.

Αυτοί που απαιτούν κυρίως δυνατές εντάσεις είναι οι τραγουδιστές που όλοι γνωρίζετε ότι στην πλειοψηφία τους είναι άφωνοι και κακότεχνοι και προσπαθούν να κρύψουν τη μετριότητά τους με τη δυνατή ένταση συμπαρασύροντας την ορχήστρα να δυναμώνει κι αυτή.

Αν αφαιρέσουμε πέντε έξι μεγάλα μαγαζιά που φιλοξενούν τα επίκαιρα ονόματα, στα υπόλοιπα ακούγεται φέτος το εξής σουξέ:

«Ποιός είναι πρώτο όνομα σε άδειο μαγαζί

και το πρωί απλήρωτοι φεύγουμε όλοι μαζί

Παρασκευή και Σάββατο κανένας δεν πατάει

κι όμως το πρώτο όνομα βγαίνει και τραγουδάει….»

Δεν πρόκειται για αστείο, είναι τραγούδι που συνέθεσαν οι μουσικοί ενός σχήματος που έχουν καιρό να πάρουν μεροκάματο σε αντίθεση με τους τραγουδιστές που τα ‘χουν πάρει προκαταβολή και δεν φθάνει που δεν φέρνουν κόσμο ώστε να πληρωθούν και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του κέντρου, είναι εριστικοί και απαιτητικοί αγνοώντας ότι οι συνεργάτες τους δεν έχουν ούτε τα εισιτήρια να πηγαινοέρχονται να τους συνοδεύουν.

Με αφορμή και το φόβο του κορονοϊού η δουλειά στα νυχτερινά κέντρα συρρικνώθηκε ακόμη πιο πολύ και έτσι το παραπάνω τραγούδι θα είναι το σουξέ της χρονιάς τουλάχιστον!

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ