ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Καρδίτσα, Ιούνης μήνας, ωραίος καιρός, πρόκληση για έξω.
Καθόμουν σε μια καφετέρια στην κεντρική πλατεία της πόλης. Τραπέζια έξω. Απέναντί μου σ’ ένα τραπεζάκι ένα κορίτσι στα δεκαέξι του και ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο. Τα βιβλία που είχαν μπροστά τους, έλεγαν ότι ήταν μαθητές που λίγο πριν διαγωνίστηκαν σε κάποιο μάθημα στο σχολείο τους. Το κορίτσι ήταν πανέμορφο. Ο ήλιος απλοχέρης χάιδευε τα ολόχρυσα μαλλιά της που έπεφταν λυτά στους ώμους της. Το δροσερό αεράκι μπάτσιζε το όμορφο προσωπάκι της. Όμορφος κι ο νέος που καθόταν δίπλα της. Ο φτερωτός θεός έκανε παιχνίδια μέσα στα μάτια των παιδιών που έσταζαν μέλι και φως.
Κάποια στιγμή το κορίτσι βγάζει από την τσάντα της ένα πακέτο με τσιγάρα. Παίρνει ένα τσιγάρο και το προσφέρει στον νεαρό.
-Πάρε, του λέει, ναζιάρικα κι αφοπλιστικά.
-Όχι, ευχαριστώ, δεν καπνίζω, της απαντά εκείνος.
Μπράβο ο άντρακλας, λέω μέσα μου. Να μου ζήσεις λεβέντη μου.
Η κοπέλα αισθάνθηκε άβολα για την απόρριψη. Όμως άναψε το τσιγάρο της και κάπνιζε. Ο καπνός γύρω της, μαύρη κουρτίνα, κάλυπτε το ωραίο πρόσωπό της.
Κάποια στιγμή ο νεαρός έσκυψε και της έκλεψε ένα φιλί. Με το φιλί όμως εισέπνευσε και τον καπνό που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από το στόμα του κοριτσιού. Δυο τρεις μορφασμοί απαρέσκειας ζωγραφίστηκαν στο καθάριο πρόσωπό του. Έβηξε μερικές φορές, στη συνέχεια έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε τα δακρυσμένα και κόκκινα όμορφα μάτια του.
-Με συγχωρείς, του είπε εκείνη, θορυβημένη, έσβησε το τσιγάρο της κι έβαλε το πακέτο στην τσάντα της.
-Α μπα, δεν πειράζει, της απάντησε ευγενικά ο νέος.
Όμως κάτι ενοχλητικό είχε μπει ανάμεσά τους. Τα χαμόγελά τους δεν ήταν τόσο φωτεινά, τα πρόσωπά του απόμακρα. Ήπιαν τον καφέ τους, πλήρωσαν μισά, μισά και σηκώθηκαν μαζί να φύγουν. Λίγο πιο κάτω, έδωσαν τα χέρια και τράβηξαν προς αντίθετη κατεύθυνση ο καθένας.
Το κορίτσι φεύγοντας έβηξε δυο τρεις φορές, πνίγηκε κι έφτυσε καταγής. Πίσω της κυλούσε μια παιδική μπάλα, η οποία σταμάτησε ακριβώς εκεί που έφτυσε η κοπέλα.
Ένας μικρός που έτρεχε ξοπίσω της σήκωσε την μπάλα στα χέρια του. Πιάνοντας όμως την μπάλα, έπιασε και είδε το φτύσιμο της κοπέλας πάνω στα χέρια του. Αηδίασε, έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας και φώναξε δυνατά κι οργισμένα.
-Άι να χαθείς, βρωμοκόριστο.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της, είδε τον μικρό οργισμένο, κοκκίνισε, έσκυψε ένοχα το κεφάλι της και συνέχισε τον δρόμο της.
Για σκέψου, βρωμοκόριστο το κορίτσι των δεκαέξι χρόνων που έλαμπε σαν τον ήλιο, αλλά δεν μύριζε σαν την Άνοιξη.
Δημήτρης Απ. Ρήτας
Φιλόλογος-συγγραφέας-στιχουργός
Δ/ντής Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας