Oι ταινίες που αποσιωπήθηκαν από την λήξη του πολέμου έως την μεταπολίτευση
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν
Έτυχε να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα’
πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί.
Κάποτε ο κυνηγός
βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει’
το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν
ή τρελαίνονται στα καταφύγια.
Γ. Σεφέρης, Κίχλη 1947, Α’ στιχ.1-6
Λογο-φέροντας…
Η λογοκρισία είναι σύμφυτη με κάθε πολιτιστικό προϊόν το οποίο, κάνοντας χρήση των εκφραστικών του μέσων, παράγει ένα μήνυμα με ιδεολογικό ή αισθητικό περιεχόμενο που κρίνεται «επικίνδυνο» ή «ακατάλληλο» για τα χρηστά ήθη και έθιμα της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται.
Η ύπαρξη του φαινομένου δεν ταυτίζεται, όπως θα ήταν αναμενόμενο, με ανελεύθερα αποκλειστικά καθεστώτα που γέμισαν με μελανές σελίδες το βιβλίο της Ιστορίας. Αποτελεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο-και δυστυχώς υπάρχουν πολλοί-σημείο αιχμής των ημερών μας, τώρα που οι θεμελιακές αξίες της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης των ιδεών έχουν-θεσμοθετικά τουλάχιστον- κατακτηθεί..
Τα πρώτα κρούσματα
Οι ρίζες του φαινομένου, εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στην ελληνική περίπτωση, χάνονται στους αιώνες. Ήδη, από τον 5ο αιώνα π.Χ, η πολιτεία της ολιγαρχικής Σπάρτης απαγορεύει δια νόμου όλες τις τέχνες ανεξαιρέτως. Όσο για την κατ’ όνομα δημοκρατική Αθήνα, η λογοκρισία περνά στην αρμοδιότητα του ιερατείου, το οποίο κατά καιρούς απαγορεύει έργα των αρχαίων κλασσικών.
Ο μακρύς δρόμος του φιλμ
Έντονες ριπές από τα πρώτα κιόλας βήματά της αναμενόμενο ήταν να δεχτεί και η 7η κατά σειρά γοητευτικότατη τέχνη, αυτή του κινηματογράφου. Αιτία: η τεράστια λαϊκή απήχηση που βρήκε στις πλατιές μάζες όσο και η αναμφισβήτητη υπεροχή που κατέχει το κατεξοχήν εκφραστικό της μέσο, η εικόνα.
Η δύναμη της υποβολής, η ικανότητα του κινηματογραφικού μέσου να επιβάλλεται στη θεατική συνείδηση εγχαράσσοντας ιδεολογία αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα στην εκτίμηση της επίδρασης και κατά συνέπεια της συμπόρευσης του κινηματογραφικού προϊόντος σύμφωνα με το χρηστό γράμμα του νόμου..
Οι απαρχές της ελληνικής
κινηματογραφίας
Η εμφάνιση του ελληνικού κινηματογράφου πραγματοποιείται με σχετική καθυστέρηση, συγκριτικά με πολλές προπορευόμενες χώρες της Ευρώπης, χωρίς ποτέ όμως να αποκρυσταλλώσει συγκεκριμένα αισθητικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα μας επέτρεπαν να κάνουμε λόγο για εθνική κινηματογραφική σχολή(όπως λ.χ το κίνημα των Νεορεαλιστών στην Ιταλία).
Η ουσιαστική ανάπτυξή του αρχίζει μεταπολεμικά, με τη δημιουργία των πρώτων εταιρειών παραγωγής και των πρώτων studios (Αν Ζερβός, Φίνος Φιλμ, Κλακ Φιλμ, Αφοί Ρουσόπουλοι, Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, Τζέιμς Πάρις, Studio Alfa κ.λ.π.). Μέχρι και τη γερμανική κατοχή, ο ελληνικός κινηματογράφος περιορίζεται σε μεμονωμένες ημι-ερασιτεχνικές στην πλειοψηφία τους απόπειρες, αφού η κατάργηση της δημοκρατίας, η επάνοδος του βασιλιά και η δικτατορία του Μεταξά κατόπιν δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για ελεύθερη και απρόσκοπτη καλλιτεχνική έκφραση…
Νόμος και τάξη
΄Ήδη από το 1942 τέθηκε σε ισχύ ο κατοχικός νόμος 1108 που ψηφίστηκε από την προδοτική κυβέρνηση του Τσολάκογλου καθ’ υπαγόρευση των Γερμανών κατακτητών, φιμώνοντας επίσημα κάθε απόπειρα ελευθεροστομίας.
Τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου που θα ακολουθήσουν(1946-1949),σε συνδυασμό με τον αντικομμουνιστικό παροξυσμό ανάγουν το επίμαχο θέμα της Εθνικής Αντίστασης σε θέμα ταμπού, το οποίο θα μείνει στη σκιά μέχρι και την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974.
Οποιαδήποτε νύξη που να παραπέμπει στη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν εκ προοιμίου απαγορευτική. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα τεθεί ακροθιγώς ή με το απαραίτητο καμουφλάζ, αφού οι δεξιές κυβερνήσεις, με το πρόσχημα της «αναμόχλευσης των πολιτικών παθών» μονοπωλούν την ερμηνεία των γεγονότων που ακολούθησαν την απελευθέρωση μέσα από έντυπα και προπαγανδιστικές ραδιοφωνικές εκπομπές.
Ακόμα και στον «ανώδυνο» Φίνο, τον δημιουργό ταινιών για οικογένειες, επιστρέφονται σενάρια από την Επιτροπή προληπτικού ελέγχου, καθώς κρίνεται ότι δυσφημούν το εθνικό πατριωτικό φρόνημα..
Διπλό μέτωπο
«Όσα δεν εξαλείφει η πρόληψη, τα αποτελειώνει όπως όπως η καταστολή»..
Για εκείνες τις περιπτώσεις που ένα επικίνδυνο πολιτιστικό προϊόν διαφύγει της προσοχής της Επιτροπής πρόληψης, υπάρχει πάντα ο ασφαλής δρόμος της αποκαθήλωσής του.
Ανάμεσα στα πρώτα τραγελαφικά θύματα συναντάμε και την ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Τελευταία αποστολή»(1949), η οποία κατέβηκε άρδην από τις κινηματογραφικές αίθουσες προκειμένου να αλλάξει εθνικότητα η Ελληνίδα σύζυγος αξιωματικού, η οποία τον καταδίδει στους Ναζί! Τελικά, αναβαπτίσθηκε σε Ουγγαρέζα υπήκοο, αποκαθιστώντας, έστω και καθυστερημένα, το διασαλευθέν εθνικό μας φρόνημα..
Για εκείνους τους δημιουργούς οι οποίοι αρνούνται να συμμορφωθούν με τις απαραίτητες επεμβάσεις και τροποποιήσεις επάνω στο έργο τους, υπάρχει πάντα ο «εναλλακτικός» δρόμος του εξωτερικού, εάν η πρώτη επιλογή δεν είναι η άνευ όρων αποστασιοποίηση από την καλλιτεχνική παραγωγή, μέχρι να περάσει η μπόρα…
Περίοδος χάριτος
Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει η πολιτική δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γ. Λαμπράκη και οι πολιτικές ανακατατάξεις που έφερε η πρώτη εκλογική νίκη του Γ. Παπανδρέου(1963) με την Ένωση Κέντρου-ύστερα από 12 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από την Δεξιά-για να σημειωθεί μια περίοδος σχετικής φιλελευθεροποίησης της ελευθεροστομίας. Πρόκειται για το σύντομο εκείνο χρονικό διάστημα, γνωστό και ως «δημοκρατική άνοιξη», όπου για πρώτη φορά οι κινηματογραφικοί δημιουργοί επιχειρούν ταινίες με ουσιαστικά ξεκάθαρο κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο.
Οι εξαιρέσεις που…
διαψεύδουν τον κανόνα
Με την απομάκρυνση του Παπανδρέου και την άνοδο των αποστατών στην εξουσία, επανέρχεται δριμύτερη και μεθοδευμένη η αντίδραση του καθεστώτος, μέχρι το θεωρητικό τουλάχιστον ξεκαθάρισμα του τοπίου με την αυγή της Μεταπολίτευσης.
Όσο κι αν αφήνει ανενόχλητες τις συνειδήσεις μας ένας θεσμοθετημένος νόμος που κατοχυρώνει το δικαίωμα έκφρασης, εκείνοι που χρίζονται διακομιστές του πολιτιστικών αγαθών ανά εποχή, γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κανόνας φτιάχτηκε για να συμπεριλάβει-πρωτίστως- τις εξαιρέσεις του..
Έτσι, το 1974 η καλοδεχούμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα , καταργώντας την προληπτική λογοκρισία για το θέατρο και τη λογοτεχνία. Δεσμεύεται όμως να τη διατηρήσει τυπικά για τον κινηματογράφο και το τραγούδι, μέχρι να αναμορφωθεί και να μπει σε νέες βάσεις. Ο διαχωρισμός των τεχνών με βάση το εύρος του ακροατηρίου τους είναι το λιγότερο προφανής…
Αυτή όμως η μεταδικτατορική άνοιξη φάνηκε να κρατάει λίγο και μάλιστα να κινείται μέσα σε ασαφή και αμήχανα περιγράμματα.. Το Σύνταγμα του 1975 έρχεται μεν με το υπ’ αριθμόν 14 παρ.1
άρθρο του να ορίσει πως “έκαστος δύναται να εκφράζει προφορικώς, εγγράφως και δια του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους του κράτους..”, για να το αναιρέσει αμέσως παρακάτω, με το άρθρο 15, στο οποίο πατά η εξουσία για να νομιμοποιήσει τις ανεξέλεγκτες παρεμβάσεις της, αποφαινόμενη ότι “Αι προστατευτικαί δια τον Τύπον διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται επί του κινηματογράφου, της φωτογραφίας, της ραδιοφωνίας, της τηλεοράσεως και παντός άλλου παρεμφερούς μέσου μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως”. Ένας από τους σφοδρότερους επικριτές του εν λόγω νόμου στάθηκε ο τότε βουλευτής της ΕΔΗΚ και μετέπειτα υπουργός Οικονομικών Αθ. Κανελλόπουλος.
Ενδεικτικό χρονολόγιο «περικοπών»
μέχρι και τη μεταπολίτευση
1955: «Στέλλα»-Μιχάλης Kακογιάννης
1957: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»
-Ζυλ Nτασσέν
1958: «Οι παράνομοι»-Νίκος
Kούνδουρος
1961: «Συνοικία το όνειρο»-Αλέκος
Aλεξανδράκης
1962: «Ουρανός»-Τάκης
Kανελλόπουλος
1965: «Το μπλόκο»-Άδωνις Kύρου
1966: «Πρόσωπο με πρόσωπο»-
Ροβήρος Mανθούλης &
«Mέχρι το πλοίο»-Αλέξης Δαμιανός
1967: «Aνοιχτή επιστολή»-Γιώργος
Σταμπουλόπουλος & Κιέριον-
Δήμος Θέου
1971: Eυδοκία-Αλέξης Δαμιανός
1974: «Δι’ ασήμαντον αφορμή»-Tάσος
Ψαρράς & Η δίκη των δικαστών-
Πάνος Γλυκοφρύδης
Ουσιαστικά, οι ελπίδες για μια ανεξάρτητη και ανεμπόδιστη εθνική κινηματογραφία πέρασαν στη σφαίρα του φανταστικού τη χρονική στιγμή της Μεταπολίτευσης. Ήταν τότε που κινηματογραφιστές και αντιπολίτευση δέχτηκαν να περάσει ο κινηματογράφος στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού (μέχρι και το 1980 ανήκε στα Υπουργεία Τύπου και Βιομηχανίας ), χωρίς να έχει πρωτίστως μεσολαβήσει κατάργηση ή ουσιαστική έστω αναμόρφωση του φαινομένου της λογοκρισίας. Ήδη, στα 6 χρόνια που κύλησαν μέχρι το 1980,οι παρεμβάσεις του Υπουργείου Προεδρίας, είτε μέσω επιτροπών είτε μέσω υπουργών, πολλαπλασιάστηκαν…
Η ίδρυση του Σωματείου Σκηνοθετών δύο μόλις μήνες μετά την πτώση της Χούντας, με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση του κινηματογράφου και τη συνδικαλιστική κατοχύρωση των δημιουργών του, φάνηκε να δίνει μια αισιόδοξη ώθηση στην πορεία των καλλιτεχνικών πραγμάτων.. Η ουσία όμως παρέμενε σταθερή: ελάχιστα βήματα είχαν γίνει προς την ουσιαστική ανεξαρτητοποίηση και εξυγίανση του κινηματογράφου, ειδικά τώρα που το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά studios περνούν στις εταιρείες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Η ιστορία της λογοκρισίας που γράφεται στο σελιλόιντ επαναλαμβάνεται υπό νέες «σκηνοθετικές οδηγίες», ξεκινώντας ένα νέο, πανομοιότυπο κύκλο..
«O φάκελος Πολκ στον αέρα»,
του Διονύση Γρηγοράτου
«Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι
ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει»,
του Nίκου Aλευρά
«Oι κυνηγοί» του Θόδωρου Aγγελόπουλου
H λογοκρισία…«τιμητική διάκριση»για τους σκηνοθέτες…!
…Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς
να καούνε σε δημόσιες πλατείες
τα βιβλία του
που περικλείουν ιδέες ανατρεπτικές,
κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια
να σέρνουν κάρα ολόκληρα
με βιβλία για την πυρά,
ένας εξορισμένος ποιητής,
ένας απ’ τους καλύτερους,
διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,
με φρίκη του είδε πως τα δικά του
τα είχανε ξεχάσει. Χίμηξε στο γραφείο του
με τις φτερούγες της οργής,
κι έγραψε στους τυράννους
ένα γράμμα:
«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη,
«κάψτε με!
Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου
το κάνετε αυτό Εμένα!
Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα
στα βιβλία μου; Και τώρα
Μου φερνόσαστε σα να’μαι ψεύτης!
Σας διατάζω: Κάψτε με!»
Το κάψιμο των βιβλίων
“Λογοκρισίας Άξιον” –
Μια…τιμητική διάκριση
Η λογοκρισία, είτε ως ήπιος -εντός «θεμιτού» πλαισίου- αντίλογος είτε ως ακραία παρεμπόδιση του δικαιώματος της έκφρασης, θα συνοδεύει κάθε φορά την έλευση ενός πολιτιστικού προϊόντος με αιχμηρά χαρακτηριστικά.
Όταν η σφραγίδα του δημιουργού φέρει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό φορτίο, αποκαλύπτοντας πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές ή και άλλες προεκτάσεις, είναι σχεδόν αδύνατο να αφήσει αδιάφορη την κοινή γνώμη ή να ξεφύγει της προσοχής ενός επίσημου φορέα.. Άλλωστε, στην περίπτωση αυτή, αυτός είναι και ο στόχος του καλλιτέχνη να «ενοχλήσει». Κατά συνέπεια, αν η δουλειά του δεν κριθεί άξια προσοχής, δηλαδή “λογοκρισίας”, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τότε αυτόματα χρίζεται αδιάφορη και γι’ αυτό ακίνδυνη, έχοντας αποτύχει το στόχο της.
«Διεκδικώντας» μια θέση στη μαύρη λίστα
1975:Ο Θίασος-Θεόδωρος Aγγελόπουλος
24η Iούλη(Πολιτικό ντοκυμανταίρ)-
Λευτέρης Xαρωνίτης
1977:Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι-
Νίκος Aλευράς
Ο αγώνας των τυφλών-Μαίρη
Χατζημιχάλη Παπαλιού
Οι κυνηγοί-Θεόδωρος
Aγγελόπουλος
1978:Η Καγκελόπορτα-Δημήτρης Mακρής
1922-Νίκος KούνδουροςΠαράσταση για ένα ρόλο
(Ντοκυμανταίρ)-Διονύσης Γρηγοράτος
1979:Μπέττυ-Δημήτρη Σταύρακα
(Mικρού μήκους)1981:Εργοστάσιο-Tάσος Ψαρράς
1988:Ο φάκελος Πολκ στον αέρα-Διονύσης Γρηγοράτος
1991:Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης-
Φρΐντα Λιάππα
Για την ιστορία…
«Ο Θίασος»:
Ένας περιοδεύων θίασος διασχίζει την επαρχία παίζοντας τη «Γκόλφω» στη διάρκεια των ετών 1939-1952.Η περιπλάνησή του αυτή είναι παράλληλα και ένα ταξίδι στην ελληνική ιστορία, από τη δικτατορία του Μεταξά και την Κατοχή ως τον Εμφύλιο και την εδραίωση του κράτους της Δεξιάς. Μια ταινία -σταθμός στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία αποτελεί μοντέλο πολιτικού σινεμά. Ωστόσο, η ελληνική προεδρία αποφάσισε να την κρίνει ακατάλληλη για την επίσημη εκπροσώπησή της Ελλάδας στο Φεστιβάλ των Καννών.
«Καμιά ταινία δεν μπορεί να κρίνεται με πολιτικά κριτήρια.. Δεν υπάρχει αντικειμενικό
τητα στην ιστορία. Αφού περνάμε ή νομίζουμε ότι περνάμε περίοδο δημοκρατίας, δεν μπορούμε να χωρίζουμε τους Έλληνες σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση». Θεόδωρος Αγγελόπουλος (ειπώθηκε κατά τη διάρκεια ανοιχτής συζήτησης που οργάνωσε ο Γραμματέας Τύπου κ. Λάμψης.)
«24η Ιούλη»:
Στο πολιτικό ντοκιμαντέρ-είδος που κάνει την εμφάνισή του με την αυγή της μεταπολίτευσης-του Λ. Χαρωνίτη παρακολουθούμε μια συζήτηση που πραγματοποιείται ανάμεσα σε εκπροσώπους αριστερών πολιτικών νεολαίων .Η ταινία επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όμως τελικώς απορρίφθηκε από την προκριματική επιτροπή, η οποία έκρινε πως «αυτό δεν είναι κινηματογράφος»!
«Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι και ο πληγωμένος καλλιτέχνης αναστενάζει»:
Πρόκειται για μια εναλλακτική, ιδιαίτερα ευρηματική «κωμωδία», η οποία λιθοβολήθηκε από οργισμένους τηλεθεατές στο δρόμο για την πρώτη προβολή της από το κρατικό κανάλι της ΕΡΤ-2 το 1984, επτά ολόκληρα χρόνια δηλαδή μετά την ολοκλήρωσή της. Η ταινία κόπηκε στην κυριολεξία στον αέρα, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες θεατών στη διεύθυνση του καναλιού.. Η αμηχανία που δημιουργήθηκε ήταν τέτοια ώστε προκάλεσε ένα σαραντάλεπτο κενό στη ροή του προγράμματος, αφήνοντας τους θεατές ενώπιον μιας «λευκής» οθόνης..
«Οι κυνηγοί»:
Σε αυτή του την ταινία, ο Αγγελόπουλος συνεχίζει το σχόλιο επάνω στην ελληνική ιστορία, στα βήματα του «Θιάσου».Η περίοδος που τον ενδιαφέρει εδώ είναι εκείνη ανάμεσα στα 1949-1977.Χαρακτηριστική είναι η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην άδεια προβολής της ταινίας.
«Καγκελόπορτα»:
Πρόκειται για τη διασκευή του μυθιστορήματος του Ανδρέα Φραγκιά. Το ξεκάθαρα πολιτικό θέμα της ταινίας( αναφορά στο πρόσωπο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή) προκάλεσαν την επέμβαση του εισαγγελέα. Την περικοπή σημαντικών σκηνών ζήτησε η Δευτεροβάθμια Επιτρ
οπή Λογοκρισίας ταινιών του Υπ. Προεδρίας, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από εννιά(9) κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας. Τελικά, η ταινία κατασχέθηκε και στη συνέχεια ασκήθηκε δίωξη εναντίον του σκηνοθέτη για «προσβολή του προσώπου του Πρωθυπουργού, βωμολοχίες και αναμόχλευση παθών».
Η άλλη όχθη, βέβαια, δεν έμεινε απαθής. Ο σκηνοθέτης της, Δημήτρης Μακρής, κατήγγειλε την αυθαίρετη παρέμβαση του Γενικού Γραμματέα Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου, κ. Δεληπέτρου, ο οποίος είχε διατάξει να κοπούν όλες οι σκηνές όπου εμφανίζεται η αφίσα με τον νυν πρωθυπουργό καθώς και η σκηνή τουφεκισμού ενός αντάρτη του εμφυλίου. Μεταξύ άλλων, απαίτησε να περικοπούν βωμολοχίες όπως : «Μην είσαι μαλάκας/ Μου σκότισες τα αρχίδια/ Γαμώτο/ Κωλόπαιδα/ Μπαστάρδικα/ Τι σκατά/ Πετιέται στη μέση σαν πορδή/ Αυτές είναι δουλειές του κώλου/ Πουτάνας γιε..»και ο κατάλογος συνεχίζεται..!
Φωνές διαμαρτυρίας ύψωσαν επίσης ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) και Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, για «την απροκάλυπτη επέμβαση του κρατικού μηχανισμού που καταβαραθρώνει τόσο την ελευθερία της γνώμης όσο κι αυτόν τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο»
«1922»:
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, η ταινία του Νίκου Κούνδουρου πραγματεύεται τα γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής, με έμφαση στις θηριωδίες του τουρκικού όχλου και τον απάνθρωπο κυνισμό των δυτικών συμμάχων. Παρ’ όλο που η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ωστόσο συνάντησε εμπόδια στη προβολή της, τόσο στη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
«Παράσταση για ένα ρόλο»:
Το τετράωρο ντοκιμαντέρ του Δ. Γρηγοράτου φωτίζει με αποκαλυπτικό τρόπο τα αίτια της αμερικανικής-ιμπεριαλιστικής εξάρτησης των δουλοπρεπών ελληνικών κυβερνήσεων που αναδύθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, με άξονα το αιχμηρό τρίπτυχο μικρασιατική καταστροφή-εμφύλιος -δικτατορία που οδήγησε στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο.
«Μπέττυ»:
Η ταινία σκιαγραφεί με τολμηρό για την εποχή τρόπο το πορτραίτο ενός τραβεστί. Το παράδοξο είναι πως, ενώ η ταινία απορρίφθηκε από την προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κέρδισε ωστόσο το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου…
«Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης»:
Το κύκνειο άσμα της Φρίντας Λιάππα (σκηνοθέτις και ποιήτρια) θεωρήθηκε ακατάλληλο να συμπεριληφθεί στις υποψήφιες για τα κρατικά βραβεία ταινίες για…«ηθικούς λόγους», όπως απεφάνθη ο τότε σύμβουλος Κινηματογραφίας του Υπ. Πολιτισμού Απόστολος Δοξιάδης. Η κατά γενική ομολογία άστοχη αυτή απόφαση είχε επιπτώσεις τόσο στο κύρος του θεσμού των κρατικών βραβείων όσο και στο διοικητικό συμβούλιο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, απ’ το οποίο και παραιτήθηκαν τα περισσότερα μέλη του.
…Tίτλοι τέλουςΜπορεί ο κινηματογράφος να έχει περάσει πλέον στην αρμοδιότητα του Υπ. Πολιτισμού, ωστόσο η εφαρμογή ενός νέου, ευέλικτου νομοσχεδίου καθυστερεί χαρακτηριστικά, σκοντάφτοντας στο γραφειοκρατισμό ,στις ατέλειωτες συζητήσεις επί συζητήσεων ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς του υπουργείου και των εκπροσώπων των σωματείων του κλάδου.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε βέβαια τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η καταλυτική παρουσία της τότε Υπ. Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η οποία φρόντισε να ενισχυθούν οι δραστηριότητες του Κέντρου Κινηματογράφου, χρηματοδοτώντας ταινίες όχι μόνο καταξιωμένων στο χώρο αλλά και νέων σκηνοθετών, καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος από το κόστος παραγωγής.
Ουσιαστικά, το ΕΚΚ μετατρέπεται στο βασικό χρηματοδότη της ελληνικής κινηματο
γραφικής παραγωγής, χωρίς όμως να αναπτύξει παράλληλα μια ικανοποιητική πολιτική στο χώρο της διανομής και της προώθησης του κινηματογραφικού έργου στο εξωτερικό.
Τα βήματα που άρχισαν να γίνονται με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κάνουν ακόμα πιο αισθητή την απουσία ουσιαστικής κινηματογραφικής παιδείας, θέτοντας το ζήτημα της ίδρυσης αυτόνομης πανεπιστημιακής σχολής κινηματογραφίας-αίτημα που δείχνει να εισακούστηκε, αφού τα θεμέλια έχουν ήδη μπει στο έδαφος της συμπρωτεύουσας..
Εκείνο που απομένει είναι να δούμε…ορατά αποτελέσματα..
Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές
- Γιάννα Αθανασάτου, Ελληνικός κινηματογράφος 1950-1967, Λαϊκή Μνήμη και Ιδεολογία, εκδ.FINATEC, Αθήνα, 2001
- Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, εκδ.Θεμέλιο, Αθήνα, 1995
- Ζ Ν.Φενέκ Μικελίδης, Οι μεγάλες στιγμές του κινηματογράφου(3ος Τόμος), εκδ.Μανιατέα, Αθήνα, 1997
- Γιώργος Νικολακάκης, Εθνογραφικός κινηματογράφος και ντοκιμαντέρ, εκδ. Αιγόκερως
•Εφημερίδες: Τα Νέα/Ελευθεροτυπία (Αρχειακό υλικό)
MAPΘA MΠOYZIOYPH
«Tα χρόνια της μεγάλης ζέστης»
της Φρίντας Λιάππα
«O θίασος» του Θόδωρου Aγγελόπουλου,διακρίνονται η Aλίκη Γεωργούλη και ο Bαγγέλης Kαζάν
«1922» του Nίκου Kούνδουρου