Όπερα • Νέα παραγωγή
Μαντάμα Μπαττερφλάι
Τζάκομο Πουτσίνι
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Πυ
Με μια νέα παραγωγή της Μαντάμας Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή στις 1, 4, 7 και 10 Ιουνίου 2023 τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης της όπερας και του θεάτρου Ολιβιέ Πυ, στην πρώτη του αναμέτρηση με το αριστούργημα του Πουτσίνι. Διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου. Η «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Τζάκομο Πουτσίνι είναι διάσημη για τις υπέροχες άριές της, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της.
Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, όπου μαθαίνει ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Για τη νέα παραγωγή της Μαντάμας Μπαττερφλάι η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέθεσε τη σκηνοθεσία στον κορυφαίο Γάλλο σκηνοθέτη Ολιβιέ Πυ, ο οποίος, μετά τη μεγάλη επιτυχία του Βότσεκ το 2020 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, επιστρέφει στην Ελλάδα για να σκηνοθετήσει, αυτή τη φορά στη σκηνή του Ηρωδείου, το αριστούργημα του Πουτσίνι. Ο Πυ, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Παρισινού Θεάτρου Σατλέ, μετά την επιτυχημένη του εννεαετή θητεία στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ της Αβινιόν, έχει σκηνοθετήσει πάνω από σαράντα έργα όπερας σε όλο τον κόσμο. Για την πρώτη του αναμέτρηση με τη Μαντάμα Μπαττερφλάι, αλλά και με τον Πουτσίνι γενικότερα, ανεβάζει την Ορχήστρα στη σκηνή του Ηρωδείου και προτάσσει την πολιτική διάσταση του έργου, μέσα από τη δική του αναγνωρίσιμη σκηνοθετική ταυτότητα. «Ελπίζουμε ότι η δύναμη του πολιτικού μηνύματος του Πουτσίνι θα φανεί στη σκηνοθεσία και ότι το παράλογο αυτό έργο δεν θα θεωρείται πλέον μια λυπητερή συναισθηματική ιστορία με φόντο ένα γλυκανάλατο σκηνικό, αλλά ένας δυνατός πολιτικός λόγος και το προαίσθημα του θανάτου ενός κόσμου», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Την εντυπωσιακή σκηνική εγκατάσταση και τα κοστούμια υπογράφει ο σταθερός συνεργάτης του Ολιβιέ Πυ Πιερ-Αντρέ Βάιτς.
Η Μπαττερφλάι δεν ξεφεύγει από τη λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιπαραθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις. Έτσι η παρτιτούρα επιλέγει με μεγάλη προσοχή τον τρόπο που επενδύει την κάθε στιγμή. Οι επιρροές της ενορχήστρωσης από το μουσικό σύμπαν των Ντεμπυσσύ και Ραβέλ, τα ιδιαίτερα στοιχεία από την ιαπωνική μουσική παράδοση, οι κλιμακώσεις, οι ποιότητες μουσικής δωματίου, αλλά και τα ξεσπάσματα με το σύνολο της ορχήστρας, δίνουν στην όπερα τον ξεχωριστό της σφυγμό, την ιδιαίτερή της ζωή. «Tη νεαρή γκέισα “δεσποινίδα Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικάνος αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός, φεύγοντας για την Αμερική, της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμφτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά». Με αυτή την αφήγηση της αδελφής του που έζησε στο Ναγκασάκι και αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημά του το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.
Την παραγωγή διευθύνει ο διακεκριμένος Έλληνας σκηνοθέτης Βασίλης Χριστόπουλος, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε τη θέση του Μουσικού Διευθυντή στην Όπερα του Γκρατς στην Αυστρία.
Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύει η ανερχόμενη Νοτιοκορεάτισσα υψίφωνος Άννα Σον. H Σον ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μιλάνο και στη συνέχεια έκανε μαθήματα με τη Μιρέλλα Φρένι, τη Ρενάτα Σκόττο και τον Όλαφ Μπαρ. Μετά τη συνεργασία της με την Εθνική Όπερα της Κορέας στη Σεούλ, εμφανίστηκε σε ιταλικά λυρικά θέατρα, καθώς και σε Ρώμη, Παρίσι, Αβινιόν, Λουξεμβούργο, Ζυρίχη κ.α. Τα τελευταία χρόνια είναι μέλος του ensemble της Όπερας του Ντόρτμουντ, όπου έχει ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, Μαντάμα Μπαττερφλάι και Λιου (Τουραντότ).
Στον ρόλο του Πίνκερτον ο διακεκριμένος Ιταλός τενόρος Αντρέα Καρέ, ο οποίος τον έχει ήδη ερμηνεύσει με επιτυχία σε Μετροπόλιταν Όπερα, Βιέννη, Μαδρίτη, Τορόντο, Τορίνο κ.α. Τη Σουτζούκι ερμηνεύει η διακεκριμένη μεσόφωνος Αλίσα Κολόσοβα και τον Σάρπλες ο εξαιρετικός βαρύτονος της ΕΛΣ Διονύσης Σούρμπης. Μαζί τους οι μονωδοί της ΕΛΣ Διαμάντη Κριτσωτάκη, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Πέτρος Μαγουλάς, Πέτρος Σαλάτας, Χρήστος Λάζος, Βασιλική Πετρόγιαννη, Βάγια Κωφού καιΒίκυ Αθανασίου.
Με τη συμμετοχή της Ορχήστρας και της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Σημείωμα σκηνοθέτη Ολιβιέ Πυ
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι θεωρείται γενικώς ένα μελόδραμα χωρίς πολιτικό βάθος που εξελίσσεται σε μια φανταστική Ιαπωνία. Από τον 19ο αιώνα, οι λιμπρετίστες και οι συνθέτες συνηθίζουν να μεταθέτουν αλλού και μακριά τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Η Κάρμεν του Μπιζέ δεν μιλά για την Ισπανία αλλά για τη μετεπαναστατική Γαλλία, όπως η Αΐντατου Βέρντι δεν μιλά για την αρχαία Αίγυπτο αλλά για την Ιταλία κατά τη διάρκεια της ενοποίησης της χώρας, του Risorgimento. Η μετάθεση αυτή επέτρεπε την αποφυγή της λογοκρισίας για θέματα παρεκβατικά όπως η πορνεία, η κρατική βία ή η δύναμη του χρήματος. Κατά μια έννοια, η Μπαττερφλάι δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Αν αφαιρέσουμε το βερνίκι του «τοπικού χρώματος», είναι η ιστορία ενός Αμερικανού χωρίς ηθικούς φραγμούς που αγοράζει ένα παιδί δεκαπέντε ετών και το καταστρέφει. Κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, η ποταπότητα, η βία, η άρνηση του ιαπωνικού πολιτισμού, η λαγνεία και ο αλκοολισμός είναι οι πραγματικοί κινητήρες του έργου.
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα μελόδραμα αλλά για μια κάθοδο στην Κόλαση, λιγότερο συναισθηματική απ’ όσο φαίνεται. Ίσως η εποχή μας να φανεί ευαίσθητη στην αχαλίνωτη σεξιστική βία που εκφράζει ο γιάνκης Πίνκερτον, για τον οποίο το ουίσκι και το δολάριο είναι οι πραγματικοί θεοί. Αυτό είναι που, σε ψυχολογικό επίπεδο, καθιστά ένα έργο πολύ βαθύτερο από αυτό που κατανοεί κανείς με την πρώτη ακρόαση. Η πολιτική των ανθρώπινων σχέσεων στις οποίες κυριαρχεί το χρήμα έρχεται εδώ να παίξει τον ρόλο της ειμαρμένης των τραγωδιών, σαν ένας θεός που δεν ακούει τίποτε σε έναν κόσμο χωρίς ατομική ελευθερία. Και αυτή η ειμαρμένη του χρήματος είναι ένας πέρα για πέρα πραγματικός θεός, κι όχι μόνο ένας μύθος.
Αν, όπως προαναφέρθηκε, η πολιτισμική οικειοποίηση όλων των εξωτισμών χρησίμευσε ως μάσκα στις όπερες της εποχής εκείνης, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Πουτσίνι δεν γνωρίζει καλά την Ιαπωνία (κανένας Δυτικός δεν γνωρίζει καλά την Ιαπωνία) αλλά γνωρίζει καλά την Αμερική, αυτήν την Αμερική των ρεβόλβερ, την οποία βρίσκουμε στην όπερα Το κορίτσι της Δύσης και η οποία γοητεύει και τρομάζει τον Πουτσίνι. Γι’ αυτόν, είναι ο κόσμος της εξαφάνισης του ανθρωπισμού και των ηθικών αξιών.
Η Τσο-Τσο-Σαν μοιάζει σίγουρα περισσότερο με μια νεαρή, αφελή πόρνη των μεγαλουπόλεων της Δύσης παρά με μια πραγματική γκέικο, αλλά ο θηρευτής της είναι πέρα για πέρα πραγματικός και ενσαρκωμένος με όλη του τη δηλητηριώδη δύναμη.
Κατά τη δεκαετία του 1920, η Ιαπωνία ήδη γνώρισε ένα κύμα βίαιου εκδυτικισμού. Μέσα σε πενήντα χρόνια, η χώρα πέρασε από τον μεσαίωνα στη βιομηχανική κοινωνία. Ήδη, από την εποχή εκείνη, υπήρξε ο κίνδυνος ο ιαπωνικός πολιτισμός να μετατραπεί σε φολκλόρ. Το εξαιρετικό βιβλίο του Τανιζάκι Το εγκώμιο της σκιάς μιλά για τον αφανισμό αυτό. Η άφιξη του ηλεκτρισμού θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της παραδοσιακής Ιαπωνίας, από την οποία δεν θα απομείνει παρά η ανάμνηση των παραδοσιακών της τυπωμάτων. Κάτι από την ιαπωνική ψυχή έχει εκπορνευθεί στον δρόμο για την πρόοδο που επέβαλε η Δύση ως απόλυτη αξία.
Αλλά πώς να μη δει κανείς εδώ την απίστευτη προφητεία του Πουτσίνι, που δεν μπορούσε να φανταστεί την ατομική βόμβα και την καταστροφή μιας ολόκληρης πόλης από τις αμερικανικές δυνάμεις: χωρίς να υπάρχει –ας το υπενθυμίσουμε–στρατηγική αναγκαιότητα. Πώς να μην ανατριχιάσει κανείς με τη σκέψη ότι τοποθετεί το δράμα του στο Ναγκασάκι, μια πόλη μάρτυρα του πυρηνικού αφανισμού και, χωρίς να μπορεί να το προβλέψει, καθιστά τη δική του Μπαττερφλάι ενσάρκωση μιας Ιαπωνίας που δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης.
Αλλά η καταστροφή της Ιαπωνίας ως προς την πολιτισμική της ταυτότητα, η μετατροπή της σε αμερικανική αποικία, δεν αποτελεί γεγονός μόνο για το Αρχιπέλαγος. Αφορά το σύνολο του κόσμου, τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση εξαφανίζει όλους τους τοπικούς πολιτισμούς και κλείνει όλους τους πληθυσμούς μέσα στον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό, στην αμερικανική έκδοσή τους. Τα πάντα αγοράζονται, τα πάντα καταστρέφονται, αυτό κατάλαβε ο Πουτσίνι για τον αμερικανικό επεκτατισμό, χωρίς να βλέπει τις απώτερες επιπτώσεις της καταστροφής αυτής. Σήμερα, όχι μόνο η Τσο-Τσο-Σαν αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης έχουν πουληθεί, εξευτελιστεί, ταπεινωθεί και εκμηδενιστεί. Το έργο αποκτά μια οικουμενική διάσταση χωρίς να χάσει τη σημασία του ως προς τη μοίρα της Ιαπωνίας.
Ορισμένοι σοκάρονται από τη φρικτή συνενοχή της ηρωίδας, από τη συγκατάθεσή της στη δυστυχία. Όμως, στην τελευταία σκηνή θα βρει αυτό που ο Ζανκελεβίτς αποκαλεί «μοναδική ελευθερία», την ελευθερία της αυτοκτονίας. Το σεπούκου του Μισίμα δεν σήμαινε κάτι διαφορετικό: σήμαινε την άρνηση του αμερικανικού τρόπου ζωής και την επανοικειοποίηση του ιαπωνικού πολιτισμού ως αναπαλλοτρίωτη ελευθερία.
Δεν μένει παρά να ελπίζουμε ότι η δύναμη του πολιτικού μηνύματος του Πουτσίνι θα φανεί στη σκηνοθεσία μας και ότι το παράλογο αυτό έργο δεν θα θεωρείται πλέον μια λυπητερή συναισθηματική ιστορία με φόντο ένα γλυκανάλατο σκηνικό, αλλά ένας δυνατός πολιτικός λόγος και το προαίσθημα του θανάτου ενός κόσμου.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι με μια ματιά
Ο συνθέτης / O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με την Μποέμ (1896), την Τόσκα (1900) και την Μπαττερφλάι (1904) αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).
Το έργο / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε διήγημα (1898) του Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν από τη Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Πιερ Λοτί.
Πρεμιέρες / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1906.
Σύνοψη
Α΄ Πράξη / Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». Ο Πίνκερτον πληροφορεί τον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση.
Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου, και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με τον σύζυγό της στον κήπο.
Β΄ Πράξη / Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά τον γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει τον γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα. Ξημερώνει, και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την Αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και τον γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.
Όπερα • Νέα παραγωγή
Μαντάμα Μπαττερφλάι
Τζάκομο Πουτσίνι
1, 4, 7, 10 Ιουνίου 2023
Ώρα έναρξης: 21.00
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Πυ
Σκηνικά, κοστούμια: Πιερ-Αντρέ Βάιτς
Φωτισμοί: Μπερτράν Κιγύ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Τσο-Τσο-Σαν: Άννα Σον
Σουτζούκι: Αλίσα Κολόσοβα
Κέιτ Πίνκερτον: Διαμάντη Κριτσωτάκη
Μπ. Φ. Πίνκερτον: Αντρέα Καρέ
Σάρπλες: Διονύσης Σούρμπης
Γκόρο: Γιάννης Καλύβας
Πρίγκιπας Γιαμαντόρι / Αυτοκρατορικός επίτροπος: Χάρης Ανδριανός
Μπόνζο: Πέτρος Μαγουλάς | Γιακουζιντέ: Πέτρος Σαλάτας
Ληξίαρχος: Χρήστος Λάζος | Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν: Βασιλική Πετρόγιαννη
Θεία: Βάγια Κωφού | Ξαδέλφη: Βίκυ Αθανασίου
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Εισιτήρια: €25, €45, €55, €60, €85, €100 • Φοιτητικό, παιδικό: €15 / ΑΜΕΑ: €15
Προπώληση: Ταμεία της ΕΛΣ, εκδοτήρια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου & online στα aefestival.gr & viva.gr
Χορηγοί παράστασης Εταιρεία Μυτιληναίος & EUROBANK
Μέγας Δωρητής ΕΛΣ & Δωρητής παράστασης Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ)