Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει στην Επίδαυρο τον εμβληματικό Αίαντα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη, σε μια παράσταση που αναδεικνύει τη μετωπική σύγκρουση δύο αντίθετων κόσμων. Ο Αίας, ένας από τους γοητευτικότερους τραγικούς ήρωες πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει μια ολόκληρη εποχή για την ανθρωπότητα. Ο Σοφοκλής καταγράφει στον Αίαντα μια οριακή στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία. Τη στιγμή κατά την οποία ένας νέος κόσμος αναδύεται κι ένας παλιός κατακρημνίζεται, συμπαρασύροντας με θόρυβο τους παλιούς ήρωες και τα ιδανικά τους στην άβυσσο.
Τροία. Οι Έλληνες στρατιώτες πίστευαν πως εκστρατεύουν για δεκαπέντε μέρες, έχουν περάσει όμως δέκα χρόνια, δέκα βαρείς χειμώνες του πολέμου και είναι ακόμη εκεί. «Ὣς πότε γιὰ πάντα;» αναρωτιούνται οι ήρωες του Σοφοκλή, καθηλωμένοι σ’ αυτό το παγωμένο και αφιλόξενο περιβάλλον όπου ο χρόνος μοιάζει να μην κυλάει. Κι ανάμεσά τους, ο ένδοξος ήρωας και θρυλικός βασιλιάς της Σαλαμίνας: ο Αίας, ο γενναίος πολεμιστής. Όταν οι συμπολεμιστές του τού στερούν με δόλο τα όπλα του Αχιλλέα, την πιο μεγάλη αναγνώριση της πολεμικής του αρετής, ο Αίας δεν μπορεί να το δεχτεί, ούτε να το κατανοήσει. Ένας καινούριος κόσμος έχει αναδυθεί, στον οποίον εκείνος δεν χωρά: ο νέος αυτός κόσμος τιμά την διαλλακτικότητα και την ευστροφία του Οδυσσέα, αλλά αδιαφορεί για τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε ο Αίας.
«Αυτός ο πολύπλοκος ήρωας αντιπροσωπεύει έναν παλιό κόσμο που δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί και άρα δεν κατάφερε να επιβιώσει. Ο κόσμος του Αίαντα είναι ένα ρέον σύμπαν, μοντέλο ίσως του Ηρακλείτου, χωρίς την ανακούφιση όμως του φιλόσοφου περί συνέχειας των πραγμάτων. Σε αυτόν τον κόσμο ένα πράγμα είναι βέβαιο, η αβεβαιότητα. Καμία εξαίρεση από αυτόν τον νόμο. Ο Αίαντας βλέπει τον κόσμο όπως ακριβώς είναι και, αποφασίζοντας να πάει αντίθετα στη ροή του, γίνεται ο εαυτός του» σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Αναγνωρίζοντας στον πυρήνα του αριστουργήματος του Σοφοκλή έναν βαθύ στοχασμό πάνω στην έννοια του χρόνου, τα αναποδογυρίσματα και τις αντιστροφές του, ο Ξάφης πειραματίζεται δραματουργικά και σκηνικά με τις ποιότητές του. Χωρίς εισόδους και εξόδους, με όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής σε ένα παγωμένο σκηνικό τοπίο στη μέση του κατακαλόκαιρου, η σκηνοθεσία εμπνέεται από την ίδια την ψυχική κατάσταση του κεντρικού ήρωα για να μιλήσει για ένα τέλος εποχής αλλά και για την ίδια την αλλοπρόσαλλη και αδυσώπητη φύση του χρόνου.
Ιδωμένο μέσα από το προσωπικό πρίσμα ενός ήρωα που τον ξεπέρασε η ίδια του η εποχή, το αγεφύρωτο χάσμα που βλέπουμε να ανοίγει μπροστά στα μάτια μας, μοιάζει ακόμα πιο συνδεδεμένο με τη δική μας, σύγχρονη πραγματικότητα. Όσες χιλιετίες κι αν μας χωρίζουν από τον Αίαντα μπορούμε να αντιληφθούμε καλά την αδιαφορία του χρόνου μπροστά στις θνητές μας αγωνίες. Κάτω από τον έναστρο ουρανό της Επιδαύρου, εκεί που έχουν ακουστεί αμέτρητες φορές οι εκκλήσεις και τα μοιρολόγια των θνητών, θα αναρωτηθούμε αναπόφευκτα: πλησιάζουμε, άραγε, κι εμείς σε μια εποχή της ανθρωπότητας που δεν θα μας χωρά; Τα όσα παράλογα μας περιτριγυρίζουν μήπως σηματοδοτούν πως προσεγγίζουμε ταχύτατα μια εποχή κατά την οποία τα πράγματα δεν θα βγάζουν πια νόημα για εμάς; Κι, αν ναι, πόσο κοντά βρισκόμαστε στη στιγμή της σύγκρουσης; Πόσο απέχουμε απ’ αυτόν, τον νέο, άγνωστο κόσμο;