κασμπα

Φτωχό και ξενέρωτο το φετινό τηλεοπτικό μουσικό ρεβεγιόν

Δεν εκπλήσσομαι, ο πήχης της ποιότητας και των αξιών σ΄ όλους του τομείς έχει κατέβει τόσο  χαμηλά τις τελευταίες δεκαετίες που έκπληξη προκαλεί όχι αν δεις κάτι μέτριο έως χείριστο αλλά αν δεις κάτι σοβαρό και αξιόλογο. Ο κόσμος στην πλειοψηφία του συνήθισε να καταναλώνει υλικά και πολιτισμικά σκουπίδια και δεν ενοχλείται πλέον απ’ αυτά. Οι επιτήδειοι τροφοδοτούν αυτή την κατάσταση και όλα πάνε μια χαρά!  Έτσι τουλάχιστον νομίζουν αλλά δεν είναι έτσι κάποια στιγμή η κοινωνία θα κάνει εμετό αυτή την τροφή. Όποιος ανήκει σε παρεάκι υποτακτικών, βιτσιόζων, ανωμάλων και συμβιβασμένων αναδεικνύεται σε αξία και τον παρουσιάζουν ως προσωπικότητα και μάλιστα με πρότυπα άσχετους με την τέχνη ανθρώπους (κομμωτές, επιχειρηματίες κ.α)

Πόσο ξεφτίλα είναι να συμμετάσχουν κάποιοι καλλιτέχνες σε τηλεοπτικές εκπομπές να συμπαρουσιάζονται μαζί με σκουπίδια και να είναι υποχρεωμένοι να χειροκροτούν και να χαριεντίζονται μαζί τους.

 

 

 

Στην ”Κάσμπα” Ο Ηλίας Σούκας, η Άννα Μαρώνη, η Σοφία Κολλητήρη, ο Στάθης Κάβουρας, ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ή Άννα Λιαροπούλου πίσω ο Βραζιλιάνος ο Γιάννης Σαλέας και ο Ζέρβας

Είναι ξεφτίλα για καταξιωμένους καλλιτέχνες, αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς, τα πόστα είναι πιασμένα. Οι δρόμοι είναι δύο: Συμβιβασμός ή περιθώριο και αφού οι ανάγκες τις ζωής είναι πολλές, όλοι σχεδόν επιλέγουν τον ταπεινωτικό συμβιβασμό. Ο κανόνας αυτός ισχύει πλέον παντού, και στη Shou Biz και στο δημόσιο και στα Cosial Media , παντού. Χωρίς νταβατζή δεν γίνεται τίποτε. Θα παρατηρήσετε σε τηλεοπτικές εκπομπές που διαρκούν πάνω από δέκα χρόνια ότι έχουν φιλοξενήσει τα ίδια άτομα πάνω από 40 φορές και αξιόλογοι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν κλήθηκαν ποτέ. Γιατί δεν ανήκουν σε κλίκες και δεν συμβιβάζονται. Οι δισκογραφικές εταιρείες ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για την ποιότητα των καλλιτεχνών, αρκεί να πουλάνε και να είναι βολικοί! Αν δείτε πόσες φορές τραγουδιστές χρησιμοποιούνται ως ‘’μάρτυρες’’ σε δικαστικές διενέξεις συναδέλφων τους με το Σύστημα θα αηδιάσετε και θα απορήσετε με το δημοκρατικό θεατρινισμό τους.

Στο φετινό ρεβεγιόν που και λόγω πανδημίας ήταν αποκλειστικά τηλεοπτικό, παρατηρήσαμε και εκεί την μετριότητα και τον παραγοντισμό. Ίδια τραγούδια, ίδια άτομα, ίδια αισθητική, το γνωστό βαρετό σκηνικό. Καμία εκπομπή δεν είχε την ελληνική εορταστική ατμόσφαιρα που απαιτούν οι μέρες και κυριάρχησαν και εκεί τα ρουτινιασμένα ακούσματα.

Αξιολύπητοι καλεσμένοι στο σκηνικό αυτό ήταν οι καλλιτέχνες του δημοτικού τραγουδιού οι οποίοι λόγω του μουσικού είδους που πραγματεύονται και των ημερών θα μπορούσαν να κλέψουν την παράσταση και κάνουν τη διαφορά διότι και προσόντα και αντικείμενο έχουν αλλά αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και θα μένουν συνεχώς ανεξεταστέοι. Πρώτον δεν παρουσιάστηκαν με την ανάλογη ορχήστρα μουσικών που γνωρίζουν αυτό το δύσκολο και απαιτητικό είδος, δεύτερον δεν επέλεξαν το ρεπερτόριο που υποτίθεται ότι υπηρετούν, τρίτον δεν απαίτησαν την ίση μεταχείριση και χρησιμοποιήθηκαν ως συμπλήρωμα, ‘’ως φτωχοί συγγενείς’’. Η παρουσία και το επίπεδό τους όμως δικαίωσαν τους διοργανωτές και πιστοποίησαν ότι δεν τους αξίζει και κάτι καλύτερο. Αυτοί που μια ζωή λειτουργούν ως τραγουδιστές ανάγκης διότι εκεί στα πανηγύρια που πάνε δεν τους ακούνε από επιλογή αλλά από ανάγκη μιας και δεν υπάρχει κάτι άλλο, νομίσανε ότι το ίδιο είναι και στην τηλεόραση, χωρίς καμία προετοιμασία και σχεδιασμό πως θα έχουν απήχηση. Είχα απορία τόσα χρόνια γιατί σε ολόκληρη Αττική των έξι εκατομμυρίων για το δημοτικό τραγούδι που αρέσει σε όλους τους Έλληνες λειτουργούν μόνο δυο-τρία μαγαζάκια και αυτά με το ζόρι επιβιώνουν. Η τηλεοπτική παρουσία των τραγουδιστών του είδους μου την έλυσε και συμπεραίνω ότι ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά τα μαγαζάκια διότι το έμψυχο αυτό υλικό δεν κάνει για πουθενά αλλού. Εικόνα του 1970 που γέμισε η Αθήνα με εσωτερικούς μετανάστες θυμίζει η διασκέδαση που προσφέρουν αυτοί οι άνθρωποι που δεν εξελίχθηκαν σε τίποτε. Το ότι δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν το κατανοώ αλλά δεν βλέπουν δίπλα τους πως λειτουργούν οι τραγουδιστές και οι μουσικοί των άλλων ειδών. Και θα θέσω για άλλη μια φορά το απλό ερώτημα: Αν ακούγατε ένα γνωστό λαϊκό τραγουδιστή σε μια τηλεοπτική του εμφάνιση αλλά και στο κέντρο που εμφανίζεται να λέει το Χειμαριώτικο και την Αράχοβα πως θα νιώθατε τι στιγμή που του λείπει η ανάλογη τεχνική, το βίωμα και η γενικότερη γνώση που απαιτεί το κάθε είδος και εκτός αυτού είναι εκτός τόπου και χρόνου με το περιβάλλον και το κοινό που απευθύνεται. Προφανώς θα γελούσατε κουνώντας το κεφάλι. Κάποιοι θα λέγατε: Ο άνθρωπος είναι ψώνιο και υποτιμάει τη νοημοσύνη μας. Ναι ακριβώς αυτό θα λέγατε που λέει και ο κόσμος και για εσάς.

Κυρίες και κύριοι κανένας δεν σας υποχρέωσε να καταπιαστείτε με το δημοτικό τραγούδι. Το κάνατε διότι δεν είχατε προσόντα για κάτι άλλο και μη μου πείτε ότι αγαπήσατε το πάλκο με τις κουρελούδες τα πλατάνια και τα ρέματα στα οποία τραγουδάτε. Ξέρετε πολύ καλά ότι μόνο εκεί μπορείτε να περάσετε και προκειμένου να κάνετε τον αχθοφόρο ή την καθαρίστρια θα συμφωνήσω και εγώ ότι είναι καλύτερα τα πλατάνια, αλλά γιατί ντρέπεστε για αυτό που κάνετε. Αν το κάνετε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα αποτελεί τιμή και κοινωνική προσφορά και καταξίωση. Αν το κάνετε αγγαρεία θα δίνετε τροφή για τέτοια κριτική και όχι μόνο.

Αγαπητοί συνάδελφοι θα σας πληροφορήσω ότι γνώρισα όλους τους καλλιτέχνες του δημοτικού και θυμάμαι κάποιους όπως ο Δημήτρης ο Ζάχος, ο Ανδρέας Τσαούσης ο Αλέκος Κιτσάκης, η Τασία Βέρρα κ,ά. πόσο υπερήφανοι ήταν και είναι για τη δουλειά και το ρεπερτόριο που διαχειρίστηκαν. Ένιωθαν μονάδες, ξεχωριστοί και ανάλογη ήταν και η αποδοχή τους από τα μεγάλα λαϊκά ονόματα που έσκυβαν και τους φιλούσαν τα χέρια για την τέχνη και την προσφορά τους. Δεν νομίζω ότι νιώθουν την ίδια εκτίμηση και για εσάς.

Λυπάμαι για την επιθετική κριτική που κάνω και νομίζω ότι θα σας προβληματίσει θετικά διότι για όσους δεν γνωρίζουν το δημοτικό τραγούδι -και πόσο μάλλον σε τέτοιες μέρες- πρωταγωνιστούσε παντού. Και στη δισκογραφία και στα μαγαζιά και στην Αθήνα και στην επαρχία και στο Εξωτερικό παντού και σήμερα κατάντησε μουσειακό είδος. Και μη μου πείτε ότι σας ζητάει όλη η επαρχία, δεν ισχύει. Σας παίρνουν διότι πάνω στα βουνά και τα ρέματα δεν πάνε άλλοι να ξενυχτάνε μέχρι το πρωί μες το κρύο. Θα σας επισημάνω ότι είστε πολύ τυχεροί που καταργήθηκε η χαρτούρα, επομένως και η παραγγελία και επιβιώνετε, αλλιώς με αυτό το μυαλό και με αυτό το ρεπερτόριο δεν θα φτουράγατε πουθενά σε μπελάδες θα είσαστε κάθε μέρα. Θα επικαλεστώ (εν αγνοία του) μια σκέψη και φράση που μου λέει συνέχεια ο Κώστας ο Πίτσος. ‘’Αυτοί χρειάζεται να περάσουν ένα εξάμηνο σεμινάριο να μάθουν να ντύνονται, να συμπεριφέρονται, να επιλέγουν ρεπερτόριο και συνεργάτες και τελευταία, να μάθουν να παίζουν και να τραγουδούν’’. Πιστεύω ότι έχει δίκιο διότι με αυτά που βλέπω και ακούω… έχασα τη Γη κάτω απ’ τα πόδια μου!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ